Πώς γίνεται να θέλουμε κάποιον πραγματικά, όταν θέλουμε δύο ανθρώπους ταυτόχρονα; Στην ουσία αν θες κάποιον πολύ, θες μόνο αυτόν και τίποτα άλλο, έτσι δεν είναι; Πώς χωρίζεις τα «σε σκέφτομαι», πώς μοιράζεις τα «σε θέλω» σου; Και τέλος πάντων πώς ορίζει το μυαλό ποιος θα σου λείψει, πότε θα σου λείψει και γιατί;

Δεν είναι στη φύση του ανθρώπου να έχει ταυτόχρονα αισθήματα για πολλούς, αλλά παρ’ όλα αυτά αποτελεί ένα απ’ τα πιο συχνά φαινόμενα της εποχής μας. Ίσως φταίμε εμείς που με τα χρόνια γινόμαστε όλο και περισσότερο διαθέσιμοι, όλο και πιο προσιτοί. Το διαδίκτυο άνοιξε πόρτες –που μάλλον δε θα κλείσουν ποτέ– κι εμπλούτισε τον κόσμο μας με πολλές κι εύκολες επιλογές.

Επιλέγουμε ανθρώπους πριν καλά-καλά τους γνωρίσουμε. Κι έτσι ξαφνικά όπως τους επιτρέψαμε να εισβάλλουν στην καθημερινότητά μας, εξίσου ξαφνικά τους πετάμε μια ωραία μέρα έξω από αυτήν. Κλείνουμε την πόρτα στον έναν και λίγο πριν κλειδώσουμε, ανοίγουμε το παράθυρο στον άλλον. Σε μια αδιάκοπη μάχη να βρούμε αυτόν που θα μας συμπληρώσει καταλήγουμε να καλύπτουμε ανάγκες μας με περισσότερους από έναν. Γιατί φοβόμαστε τη μοναξιά, ίσως γιατί δεν ξέρουμε τι είναι αυτό που πραγματικά ψάχνουμε. Ίσως γιατί αν δεν υπάρχει κάποιος δίπλα μας να μας στηρίξει, πιστεύουμε πως δε θα καταφέρουμε να σταθούμε στα πόδια μας.

Έτσι μπλέκουμε σε καταστάσεις, μπερδεύουμε τα συναισθήματα και κρατάμε ανοιχτές πόρτες από φόβο μήπως ξαφνικά καταλήξουμε μόνοι μας μέσα στο δωμάτιο. Χάνουμε την ψυχραιμία μας κι ερχόμαστε συνεχώς αντιμέτωποι με διλήμματα που μόνοι μας δημιουργήσαμε.

Η βάση του προβλήματος έγκειται στο γεγονός πως καμία φορά πιστεύουμε πως η ύπαρξη ενός συντρόφου στη ζωή μας είναι αυτό που χρειάζεται για να ολοκληρωθούμε ως άνθρωποι. Όχι. Η αλήθεια είναι πως είμαστε ολόκληροι από μόνοι μας και δε χρειαζόμαστε δεξιά κι αριστερά σωσίβια για να μας κρατήσουν στην επιφάνεια. Επιπλέουμε πολύ καλά και μόνοι μας, απλά ψάχνουμε κάποιον για να κάνουμε τη διαδικασία αυτή πιο ενδιαφέρουσα, πιο χαρούμενη, πιο απολαυστική. Και μόλις ξεκαθαρίσει αυτό μέσα μας, οι δύο θα γίνουν ένας και μοναδικός.

Και ρωτάω εγώ, πώς είναι δυνατόν να αισθανθούμε ολόκληροι όταν μοιράζουμε κομμάτια μας από εδώ κι από εκεί; Όταν το μυαλό μας τριγυρνάει απ’ τον έναν στον άλλον, πόσο ήρεμο μπορεί να είναι πραγματικά;

Η εποχή μάς έχει γεμίσει ανασφάλειες. Ελάχιστη εμπιστοσύνη, αρκετή ζήλια κι ένα μεγάλο άγχος για το «και μετά;». Σαν επιβάτες του μετρό κι εμείς κατεβαίνουμε σε στάσεις, τη μια μετά την άλλη, δίνουμε ευκαιρίες και χάνουμε ευκαιρίες. Οι άνθρωποι εμφανίζονται γρήγορα και το ίδιο γρήγορα εξαφανίζονται. Έτσι καταλήγουμε εμείς να φοβόμαστε να επαναπαυτούμε στην παρουσία του ενός και να πληγωθούμε ξανά. Επιλέγουμε δύο για να υπάρχει κάποιος αντικαταστάτης τη δύσκολη στιγμή. Τελικά, με τον ίδιο τρόπο κι εμείς εξαφανιζόμαστε δια μαγείας απ’ τη ζωή κάποιου δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο.

Άνθρωποι εφήμεροι, σχέσεις του μήνα κι εμείς καθόμαστε σε μια γωνία και παρατηρούμε συναισθήματα, σκέψεις και λέξεις να μπερδεύονται ανάμεσα σε πιθανούς συντρόφους. Πώς το διαχειριζόμαστε όταν το μυαλό μας χωρίζεται στα δύο;

Συνήθως τίποτα απ’ τα δύο δε μας κάνει, τίποτα δε μας γεμίζει πραγματικά, αλλιώς δε θα είχαμε την ανάγκη να μπλέξουμε και τρίτους στην ιστορία μας. Το ιδανικό; Απομακρυνόμαστε απ’ την κατάσταση και παρατηρούμε τι είναι αυτό που πραγματικά μας λείπει. Τι είναι αυτό που μας κάνει να νιώθουμε τόσο αδύναμοι, τελικά;  Το δουλεύουμε, το καλύπτουμε εμείς οι ίδιοι χωρίς εξωτερική βοήθεια. Κι όταν νιώσουμε καλά με τον εαυτό μας θα γίνουν όλα όπως πρέπει να γίνουν.

Γιατί αν ισχύει κάτι πραγματικά, αυτό είναι πως όταν νιώθουμε όμορφα μέσα μας, όμορφα πράγματα θα γίνουν και γύρω μας.

 

Συντάκτης: Θαλεία Σόκαλη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη