Τα μάτια είναι για τον άνθρωπο ό,τι και το πληκτρολόγιο/ποντίκι για τον υπολογιστή, το σημαντικότερο ίσως μέσο που χρησιμοποιεί το σώμα για να λάβει εξωτερικά ερεθίσματα και να τ’ αποθηκεύσει σαν πληροφορίες.

Η διαφορά είναι ότι ο άνθρωπος δεν είναι ένα άψυχο αντικείμενο, αλλά έχει κρίση, άποψη και μια καρδιά, εκεί πιο κάτω, που αλλοιώνουν με συναισθήματα τα αρχικά ερεθίσματα, κατά την εισαγωγή τους. Κι όταν τα μάτια συνωμοτούν με την καρδιά, το μυαλό σαστίζει.

Δεν είναι τυχαίο ότι στην κορύφωση των πιο δυνατών στιγμών, κλείνουμε τα μάτια μας, λες κι η εικόνα είναι μονάχα μία ψευδαίσθηση, μια στιγμιαία πληροφορία, η οποία, μόνο όταν περάσει απ’ την καρδιά αποκτά σημασία, ουσία, πραγματικό νόημα, κι είναι άξια απομνημόνευσης. Θεωρούμε την εικόνα, έστω κι ασυνείδητα, άχρηστη, μέχρι να κλείσουμε τα μάτια και να παραλάβουν τα ηνία τα συναισθήματα.

Και τότε η αρχικά άψυχη εικόνα μετατρέπεται σε κάτι ζωντανό κι αληθινό, σε κάτι που θα μείνει σαν ανάμνηση, σε κάτι που θα ταράξει γλυκά και βασανιστικά την ψυχή μας και που θα καίει μέσα μας σαν φλόγα.

Το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτού; Το φιλί. Τα βλέμματα ενώνονται, οι ανάσες κοπιάζουν απ’ την επιθυμία κι η καρδιά χτυπά σαν τρελή, σαν πεισματάρικο παιδί που ζητά την προσοχή, απαιτώντας απ’ τα μάτια να της επιτρέψουν να πάρει σειρά. Τότε αυτά υποκύπτουν και κλείνουν, παραδίδοντας τα σκήπτρα στη βασίλισσά τους, που κάνει το απλό άγγιγμα των χειλιών να μετουσιώνεται στην απόλυτη έκφραση πάθους, έρωτα κι αγάπης.

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και κατά τη διάρκεια της υπέρτατης σωματικής κορύφωσης, τον οργασμό. Πάλι τα μάτια κλείνουν, σφραγίζοντας την τελευταία εικόνα του ανθρώπου που οδήγησε στην εμπειρία του απόλυτου, λες και μένοντας ανοιχτά, η απόλαυση κι η ηδονή δε θα ‘ναι το ίδιο έντονες. Κλείνουν, επίσης, λες και πασχίζουν να μην αποσπάσουν την προσοχή απ’ την ολοκληρωτική βίωσή του κι απ’ την ένταση της μοναδικής αυτής στιγμής.

Άλλο παράδειγμα αποτελεί η (προσ)ευχή. Και σε αυτή την περίπτωση τα μάτια σφραγίζουν, σαν μια προσπάθεια έμφασης των όσων ευχόμαστε ή ζητάμε απ’ τον δικό μας θεό ή εαυτό, σαν μια προσπάθεια να ξεγελάσουμε το μυαλό, αποσυνδέοντάς το από αληθινά οπτικά ερεθίσματα, ώστε ν’ αναγκαστεί να μετατρέψει τις σκέψεις μας σε εικόνα και κάπου εκεί να μπερδευτεί η πραγματικότητα που ζούμε με ‘κείνη που επιθυμούμε.

Πολλές φορές, όμως, η ανθρώπινη ψυχολογία οδηγεί το σώμα στο να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο αλλά για τον ακριβώς αντίθετο σκοπό. Βλέπεις, η ευτυχία κι ο πόνος βρίσκουν τρόπο να αλλάζουν μορφή μεταξύ τους συχνά-πυκνά, παίζοντας παιχνίδια με το μυαλό. Έτσι, αυτό προσαρμόστηκε, αντανακλαστικά, να τα χειρίζεται σαν όμοια.

Σε στιγμές πόνου, σωματικού ή ψυχικού, δεν αντέχεις να αφήσεις τα μάτια ανοιχτά.  Κλείνοντάς τα νιώθεις πως αποκόβεσαι απ’ την πραγματικότητα, ότι θα διώξεις τον πόνο μακριά σαν να μην υπήρξε ποτέ, αφού πιστεύεις, ενδόμυχα, ότι ανοίγοντάς τα ξανά σε λίγα δευτερόλεπτα, όλα θα έχουν περάσει. Σαν ένα κακό όνειρο που σε έκανε να ξυπνήσεις κάθιδρος κι έπαψε να υπάρχει και να σε αναστατώνει μόλις βρήκες το κουράγιο να κοιτάξεις γύρω σου, βρίσκοντάς σε σε μέρος ασφαλές, όπου τίποτα απ’ τα άσχημα που ονειρεύτηκες δεν είναι πια εκεί.

Τα μάτια, λοιπόν, έχουν συμμαχήσει με την καρδιά, γιατί το μυαλό είναι δυνατός αντίπαλος -ακόμα κι άθελά του.

 

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη