“There is no greater sorrow than to recall, in misery, a time when we were happy”- Dante

Βάλε ένα κρασί να τα πούμε. Και να τα πιούμε. Να ανοιχτούμε, να είμαστε ειλικρινείς, να μιλήσουμε λίγο έξω από τα δόντια. Θα τα βγάλουμε όλα από πάνω μας, να στολίσουμε πληγές, να τις κάνουμε «θεές», να τις ξύσουμε και να τις ματώσουμε, μπας και καταφέρουμε κάπως και να τις επουλώσουμε. Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις;

Η αλήθεια είναι πως μου περισσεύουν τα δικά σου περασμένα μεγαλεία, έχω δικά μου. Αυτά που κάποτε ήθελα αλλά που δεν έγιναν πραγματικότητα. Που πλησίασα, που ακούμπησα αλλά που, εν τέλει, δεν τα έκανα δικά μου. Τα απογύμνωσα, τα αποκαθήλωσα, κατάλαβα ότι δεν πρόκειται παρά μόνο για μια ιδέα στο νου, που κάποια στιγμή πρέπει και να αποβάλλω αν θέλω να πάω μπροστά στα επόμενα. Κάποιος άνεμος τα πήρε, αλλά πάει καιρός τώρα, δε θυμάμαι τι εποχή ήταν καν. Τότε όλα ίδια μου έμοιαζαν, χειμώνας ήταν ή καλοκαίρι και να με ρωτήσεις δεν μπορώ να σου πω. Καλά ξεφορτώματα θα πω εγώ, αλλά από τούτη την πλευρά του καναπέ, η οπτική είναι κάπως διαφορετική. Λογική εγώ απόψε κι εσύ καρδιά. Καλώς ή κακώς, όπως κι αν έχει, όμως απόψε δε θα μιλήσουμε για μένα. Σειρά σου είναι.

Θα σου δανειστώ για λίγες ώρες, θα σου κάνω παρέα χωρίς να αποζητώ εγώ κανένα αντάλλαγμα παρά μόνο την παρουσία σου και μια τζούρα ανθρώπινης επαφής. Ξέρω πια τι είναι αυτό που εσύ τώρα νιώθεις, το αναγνωρίζω και το έχω ονομάσει. Νοσταλγία είναι– η πιο νοσηρή.

Ναι, βάλε μου και μένα άλλο ένα, στέγνωσα κι ακόμα τίποτα δεν είπαμε.

Τι εννοώ με ρωτάς, με βλέμμα έτοιμο, λες και σηκώνει παρεξήγηση. Μη θυμώνεις, μιλάω εκ πείρας, δε θέλω να σε θίξω, ούτε θέλω να προσβάλλω αυτά που κρατάς στο νου φυλαχτό. Δικαιολογία όμως τα έχεις κάνει να χτίζεις όλο και πιο ψηλό αυτόν τον τοίχο. Κι αν έχω ελπίδα κάποια στιγμή να δει κάνας άνθρωπος πάνω από αυτό, θα πρέπει να σε προλάβω πριν γίνει σαν τον Πύργο της Βαβέλ κι έπειτα δε σε βρίσκω στα συντρίμμια. Ναι, για να σε ξυπνήσω τα λέω, να γλιτώσουμε χρόνο και μπελάδες και οι δύο, μιας και βρεθήκαμε εδώ μαζί. Πόσο ευέξαπτοι πια γινόμαστε όταν κάποιος μας φέρνει ενώπιον της αλήθειας;

Η πιο νοσηρή νοσταλγία, ματάκια μου γλυκά, είναι γι’ αυτά που δεν έγιναν ποτέ. Κάτι ολόκληρο στο μυαλό, τη φαντασία και την καρδιά που δεν ήρθε ποτέ, που δεν έδεσε, που δεν υλοποιήθηκε παρά μόνο σε κάποιο όνειρο φευγαλέο. Για μια ζωή που δεν ήρθε να ολοκληρωθεί, δεν κατάφερε να γίνει πραγματικότητα, κάτι χειροπιαστό που θα μπορούν οι επόμενες γενιές να δουν σε φωτογραφίες και να ακούσουν πραγματικές ιστορίες. Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο, έτσι; Όλα αυτά τα «ιδανικά» έρχονται εκ των υστέρων. Καπνός και σύννεφα που αρχικά δεν είχαν μορφή, ξαφνικά έγιναν ταινία στο μυαλό, τόσο ζωντανό που σαν να λες ότι τα έζησες όλα κάποτε.

Γιατί ήταν ιδανικά, ναι, αλλά όχι όπως σκέφτεσαι. Ήταν τόσο ιδανικά πλασμένα και ενσωματωμένα στο υποσυνείδητό σου που πιθανότατα λιγότερο θα πονούσε αν προσπαθήσεις να ξεριζώσεις κάποιο μέλος του σώματός σου από το να τα αρνηθείς, να δεις την πραγματικότητα και να τα αποτινάξεις πια μια για πάντα από το μυαλό σου.

Ίσως θρηνείς για έναν έρωτα που δεν ευδοκίμησε, έναν γάμο που δεν έγινε, ένα παιδί που δε γεννήθηκε, ένα μέλλον τόσο έντονο στη φαντασία σου που λες ότι, δεν μπορεί, ήταν πραγματικότητα. Η νοητή απώλεια αυτών που ποτέ δεν είχαμε και η αναμφίβολη γνώση ότι ποτέ δεν πρόκειται να τα αποκτήσουμε είναι η πιο νοσηρή νοσταλγία. Επικίνδυνη λέξη το «ποτέ», το ξέρεις, έτσι; Για το παρελθόν είναι μια πραγματικότητα που δεν επιδέχεται αλλαγές και παρερμηνείες. Για το μέλλον, όμως, όταν χρησιμοποιείται ή που είναι ασπίδα ή που είναι αλυσίδα. Ασπίδα να προστατευτούμε από την αλλαγή και την εξέλιξη, αλυσίδα να μας κρατά γειωμένους, να πάνε στράφι εκείνα τα φτερά που θα μας πάνε και παραπέρα. Θες, δε θες, με το που ξεστομίζεις αυτές τις δύο συλλαβές, υπογράφεις μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Τι πάει να πει «ποτέ δε θα», πού το ξέρεις;

Αυτή είναι η αληθινή φύση των απωθημένων. Η προσδοκία και η χαρά που έμεινε μισή από επιλογές στις οποίες δεν είχες κανένα λέγειν. Εδώ όμως έχεις λέγειν. Εδώ αποφασίζεις εσύ. Kι όμως, παρ’ όλο που είμαστε εδώ και τα λέμε εμείς, κάτι σε κρατάει καθηλωμένο. Εκείνη η νοσηρή νοσταλγία, που θα σε χωρίζει πάντα από ένα μέλλον ευτυχισμένο, ικανοποιητικό, ήρεμο. Τι φοβάσαι, θα μου πεις; Πως αν τα αφήσεις κάπου όλα και χαθούν δε θα σου μείνει τίποτα; Πως πια δε θα ‘σαι εσύ και δε θα σε γνωρίζεις;

Κάποτε ήσουν χαρούμενος. «Είχα τον παράδεισο και το ‘μαθα όταν σ’ έχασα», ψελλίζεις μαζί με τη μουσική που ακούγεται κάπου στο βάθος. Κάποτε είχες όλα όσα τώρα ονειρεύεσαι και δεν το είχες καταλάβει. Κάποτε ίσως η ζωή να ήταν ιδανική· αλλά τότε δεν το έβλεπες. Έπιασες το τζόκερ, λαχείο είχες, ήσουν στην κορυφή του πιο ψηλού βουνού, θεός και άνθρωπος ταυτόχρονα μέσα σε δύο μάτια που ζούσαν μόνο για σένα; Ήσουν, δε θα σου φέρω εγώ αντίρρηση. Έτσι το θυμάσαι, έτσι θα ‘ναι. Και μου λες τώρα ότι δεν πρόκειται να το ξαναβρείς, ότι τέτοια αποθέωση, δεν πρόκειται να την ξαναζήσεις. Και να σου πω κι εγώ κάτι κι ας σε στεναχωρήσω παρ’ όλο που δε θέλω. Όχι, δίκιο έχεις, δεν πρόκειται ποτέ να ξαναβρείς αυτό που έχασες. Αλλά με το να σπαταλάς τις μέρες σου και προπαντός τις νύχτες σου, να σου λείπει και να αποζητάς αυτό που δεν έγινε, δε θα κάνει τον χρόνο να γυρίσει πίσω. Ούτε θα σου δώσει πίσω αυτά που στην πραγματικότητα ποτέ δεν είχες.

«Αν τότε» μου λες. Σε νιώθω, αλήθεια. Αν τότε είχες πάρει άλλη απόφαση, αν είχες κάνει διαφορετικά τα πράγματα, αν η ιστορία είχε άλλη πορεία. Αν είχε άλλη πορεία δε θα τα πίναμε εμείς απόψε και να τα λέμε. Κι το «αν» τζάμπα είναι, δε μας το χρεώνει κανείς, μπορείς ελεύθερα να το χρησιμοποιείς. Αλλά τζάμπα είναι και ο κόπος να το ξεστομίζεις. Σάμπως μπορούμε να πάμε πίσω στο χρόνο να κάνουμε αλλιώς τα πράγματα; Όχι, ματάκια μου. Εδώ είμαστε, τώρα, και με ό, τι έχει ο καθένας πορεύεται.

Προσοχή στο κενό ανάμεσα στο παρελθόν το πραγματικό και αυτό που απατηλά νοσταλγείς. Έτη φωτός η απόσταση μεταξύ τους, αλλά είσαι τόσο κοντά που δε βλέπεις ολόκληρη την εικόνα. Πλέον δεν ξεχωρίζεις το «τι ήταν» από το «τι θα μπορούσε να είναι». Κάτι σαν εκείνη τη ζωγραφιά του Μποτιτσέλι που απεικονίζει την «Κόλαση» του Δάντη. Έτσι φαντάσου το, για να έχεις εικόνα στο νου, γιατί όσο πας τόσο περισσότερο βυθίζεσαι. Εννιά κύκλοι αυτό, εννιά κύκλοι και η πορεία σου αν συνεχίσεις.

Η φαντασία καλπάζει με όλα τα «αν» κι «εφόσον» και δημιουργεί μια πλάνη, ένα σκηνικό που φαντάζει ιδανικό σε ένα μυαλό κι ένα σώμα που έχει λιμοκτονήσει από την ανάγκη του να έχει κάτι δικό του. Σου λείπει ένας άνθρωπος δικός σου, ένα χάδι χωρίς πώς και γιατί. Βασικά σου λείπει το χάδι που μαρτυρά έρωτα και αγάπη κι όχι απλά πόθο της στιγμής. Ναι, ξέρω κι εγώ κάτι από αυτά. Η διαφορά ανάμεσα στα δύο έκδηλη και τόσο τρομακτικά επίπονη που δεν μπαίνεις σε διαδικασία καν να νιώσεις· τίποτα παραπέρα από το κάτι εφήμερο, ένα τσιρότο στο παρελθόν που, για τώρα, κάνει. Ας είναι.

Βάλε άλλο ένα κι άδειασε το ποτήρι, πολλά έχουμε ακόμα να πούμε οι δυο μας.

Ξέρω, σε ακούω, σε νιώθω κι ας είναι η παρουσία μου εδώ απόψε ένα από εκείνα τα εφήμερα που ούτε παραδέχεσαι ούτε και στην ουσία αποζητάς. Ας είναι κι αυτό. Καλό σου κάνω, καλό μου κάνεις, ξεχνιόμαστε κι αυτό, για τώρα, είναι αρκετό. Να πιούμε, να τα πούμε, να χαρούμε τις στιγμές που δε θυμόμαστε, που δεν είμαστε ούτε θύτες, ούτε θύματα. Μάρτυρας στη θέση μαρτύρων, πού είναι η κριτική σου; Έτσι θα πορευτείς; Έτσι θα συνεχίσεις; Ας αφήσουμε στην άκρη αυτό που δεν έγινε ποτέ, που δεν πρόκειται ποτέ να γίνει.

Να γίνει η πιο νοσηρή νοσταλγία ένα κοινό, να μοιραστούμε κι ας μη μοιραστούμε τίποτα παραπάνω από το να είμαστε η στιγμή ξεγνοιασιάς ο ένας του άλλου. Άδειασε και το ποτήρι, άσε θα βάλω εγώ άλλο ένα γιατί ακόμα δεν τελειώσαμε εμείς οι δυο. Πού ακούστηκε να κερνά η λογική την καρδιά; Δεν πειράζει, ας κάνουμε την εξαίρεση μπας και καταφέρω απόψε κιόλας να σε συνετίσω, μη λέμε τα ίδια και τα ίδια κάθε φορά που συναντιόμαστε. Έχουμε ακόμα να πούμε, έχουμε ακόμα να ζήσουμε. Έχουμε στιγμές κοινές.

Πολύ θα ‘θελα να σου πω πως απλά θα περάσει. Πολύ θα ήθελα να σου βάλω βάλσαμο σε ‘κείνη τη πληγή που και μένα με ενοχλεί. Αλλά δεν μπορώ να κάνω θαύματα. Δεν επιζητώ να αντικαταστήσω αυτό το απωθημένο. Δε ζητώ να γιατρέψω μια πληγή. Γιατρός δεν είμαι ούτε έχω κάποια μαγική συνταγή.

Θολώνει όμως σιγά-σιγά το βλέμμα και κουραστήκαμε και οι δυο. Πάμε να ξαπλώσουμε κι αύριο ξημερώνει νέα μέρα, ε; Σκέψου λίγο αυτά που είπαμε μην περάσουν στη λήθη και υπόσχομαι ότι αύριο -και κάθε αύριο, όσο χρειαστεί- θα στα θυμίζω. Μόνο θύμισέ μου τη συζήτησή μας κι εσύ μόλις ξυπνήσω και σε κοιτάξω. Λογική και καρδιά έχουν σημείο συνάντησης τον καθρέπτη μόνο μετά από κάνα δυο ποτά, και δε θέλω να ξεχαστώ πάλι.

 

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου