Ο σκεπτόμενος άνθρωπος, αυτός που αγαπά την εμβάθυνση και την κατάκτηση της γνώσης, αγαπά εκ των πραγμάτων την ανάλυση. Μόνο πιάνοντας ένα θέμα από την επιφάνειά του και σκαλίζοντάς το, κομματιάζοντάς το και φτάνοντας στον πυρήνα του, έχοντας στο μεταξύ εξετάσει κάθε μικρό θραύσμα που ξεφλουδίσαμε μπορούμε πραγματικά να το κάνουμε δικό μας. «Κατάκτηση» λέγεται κι είναι μια από τις εντονότερες επιθυμίες του ανθρώπου. Και μέσα από την ανάλυση φτάνουμε στην κατάκτηση.

Εκεί που όμως βρίσκεται η παγίδα είναι να μη φτάσουμε από την ανάλυση για την κατάκτηση μιας γνώσης στην εμμονή με αυτά που ίσως να μας διαφεύγουν· στην οποία κατάσταση το μόνο που συχνά επιτυγχάνουμε είναι η κατάκτηση συνταγής γιατρού για αγχολυτική φαρμακευτική αγωγή. Υπερβολές, θα πείτε. Δεκτό. Αλλά ας σταθούμε λίγο στο πρόθεμα «υπέρ-» κι αφήστε τις βολές. Πάμε στις αναλύσεις.

Η κίτρινη διαχωριστική λωρίδα ανάμεσα στην ανάλυση και την υπερανάλυση είναι λεπτή και κάθε που μας απασχολεί κάτι έντονα, βρισκόμαστε πάντα να χορεύουμε πάνω της, με ένα συνεχόμενο ρίσκο να ελλοχεύει· πότε θα γυρίσει το πόδι, πότε θα ζαλιστούμε, πότε θα περάσουμε από την πλευρά της λογικής στην πλευρά του παραλογισμού. Που, άπαξ κι αρχίσουμε να περπατάμε σε εκείνη την πλευρά, το μόνο ικανό να μας φρενάρει είναι μια διερχόμενη νταλίκα με προβολείς και κόρνα.

Κι εύλογα θα αναρωτηθούν κάποιοι «Μα ποιο το όριο; Πότε περνάμε από το ένα στο άλλο; Πότε θα πούμε ότι μπαίνουμε στα χωράφια της υπερβολής;» Εύκολο. Το νιώθεις. Το ξέρεις. Κατά βάθος, κάπου στον νου σου, όσο οι λέξεις ή οι σκέψεις ξεφεύγουν, νιώθεις ένα τσίμπημα εκεί που πατάς το χώμα του “too much”. Κάπως σαν να πηγαίνουμε σε έναν άγνωστο προορισμό και ξαφνικά να χάνουμε τη στροφή που πρέπει να πάρουμε. Κάπου το ξέρουμε ότι εδώ ήταν η έξοδος, κι όμως για κάποιο λόγο το πόδι έμεινε κολλημένο στο γκάζι μέχρι κλάσματα δευτερολέπτου εφόσον πλέον δεν μπορούσαμε να βγούμε στην έξοδο. Και να τα σιχτίρια, να τ’ ανάθεμα στο GPS κι ας μας είπε εγκαίρως εκείνη η creepy φωνή «Μείνετε δεξιά στη διχάλα, η έξοδός σας είναι στα 50 μέτρα». Αλλά δεν ακούσαμε.

Λέγεται συχνά ότι η υπερανάλυση πρόκειται για προϊόν ενοχικού συναισθήματος που εκείνη τη στιγμή, έστω κι υποσυνείδητα, έρχεται στην επιφάνεια. Έχουμε την ανάγκη να εξηγήσουμε σε εξαντλητικό βαθμό κάποια σκέψη ή κάποιο συναίσθημα ή κάποια κατάσταση, ώστε να δώσουμε και στους γύρω μας να καταλάβουν πόσο σημαντική είναι. Ίσως και να τους πείσουμε ότι δεν περάσαμε στην αντίπερα όχθη του παραλογισμού. Να εξηγήσουμε ότι, «Όχι, δεν τα ξέρετε καλά εσείς, εγώ τα έχω σκεφτεί όλα, τα έχω αναλύσει, έχω δίκιο!» Κι ως ένα σημείο, ως εκεί που αφορά τις εξηγήσεις που δίνουμε σε κάποιο άλλο πρόσωπο, μπορεί αυτό να γίνει αποδεκτό. Η ανάγκη να γίνουμε κατανοητοί και ο απέναντι να αποδεχτεί την αλήθεια μας, κάλλιστα μπορεί να απορρέει από την ανάγκη μας να γίνουμε αποδεκτοί. Όμως ακόμα και αυτό δεν αναιρεί το αίσθημα της ενοχής· ακόμα κι αυτήν που μπορεί να έχουμε ακριβώς γιατί προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε. Ένας τεράστιος φαύλος κύκλος.

Δε χρειάζεται να προσθέσεις στην ιστορία ακόμα και τη λεπτομέρεια ότι γλίστρησες στο μπάνιο και χτύπησες το χέρι σου από τη βιασύνη σου γιατί άργησες να ξυπνήσεις γιατί δεν άκουγες ξυπνητήρι γιατί χτες το βράδυ ήπιες ένα κρασί παραπάνω γιατί χαλάρωνες με την παρέα σου μετά από μια δύσκολη μέρα και γι’ αυτό άργησες και να φτάσεις στο γραφείο. Άργησες να ξυπνήσεις, άργησες να έρθεις στη δουλειά. Τελεία και παύλα. Πίστεψέ με, χέστηκε πατόκορφα ο συνάδελφός σου και το αφεντικό μέσα του γελάει γιατί κι αυτός μια από τα ίδια έπαθε προχτές. Προς τι η υπερανάλυση; Σε ποιον τελικά απολογείσαι;

Όταν όμως αυτή η υπερανάλυση γίνεται καθαρά μέσα στο κεφάλι μας, μόνοι μας κάνουμε συζήτηση με τον εαυτό μας, μόνοι κιόλας δείχνουμε ενοχή γι’ αυτό το οποίο πρέπει να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας; Μπορεί να θεωρηθεί ότι νιώθουμε ένοχοι απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό; Μας χρωστάμε εξηγήσεις ώστε να μας συγχωρέσουμε γι’ αυτό που κάναμε ή που πάμε να κάνουμε;  Γιατί να είναι διαφορετικό;

Πέρα από την κατάκτηση, τεράστιο αγαθό για την ψυχολογία μας είναι και η αποδοχή του εαυτού μας. Πρώτα δηλαδή δικαιολογούμαστε για να μας ακούμε εμείς κι έπειτα για να μας ακούν οι άλλοι. Και κάπου εδώ γεννιέται η σκέψη: μπας και προσπαθούμε να εξαπατήσουμε τον εαυτό μας κάπου; Μήπως όλο αυτό το ξέφτισμα του τι μπορεί να συμβεί και η απαρίθμηση όλων των πιθανοτήτων των αγνώστων παραγόντων που μπορεί σε ένα απειροελάχιστο ποσοστό να αποτελεί μια παράλληλη πραγματικότητα, είναι απλά ένα μέσω για να μπορέσουμε να καταλήξουμε στο βολικό συμπέρασμα που θα δίνει το ελαφρυντικό;

Δεν απάντησε στο μήνυμά σου το πρόσωπο, απλώς γιατί δεν απάντησε. Ούτε μετεωρίτης τον χτύπησε, ούτε υπάρχει κάποιο άλλο πρόσωπο, ούτε σε γράφει. Ούτε όμως το έκανε να σε πικάρει, να «εξορύξει» κάποιο συναίσθημα που προσπαθείς να κρύψεις, ούτε σχεδιάζει κάποια έκπληξη και γι’ αυτό σου στήνει παγίδα. Σενάρια όσα θες, εδώ, σου γράφω κι εγώ ένα τώρα επί τόπου τσακ-μπαμ αν θες. Το πιο πιθανό, όμως; Δεν πρόλαβε να απαντήσει ή το ξέχασε. Κι αυτή είναι η ωμή αλήθεια και καθόλου κατακριτέα. Και τι έγινε; Θα απαντήσει όταν μπορεί και το θυμηθεί. Αλλά εσύ τρελαίνεσαι, μόνος σου χτίζεις και γκρεμίζεις τη Casablanca.

Εδώ όμως, αν κοιτάξουμε καλά ανάμεσα στις γραμμές, είναι η de facto αιτία για το γιατί συχνά-πυκνά μπαίνουμε στο τριπάκι να κάνουμε το μυαλό μας κιμά για να προετοιμαστούμε για «παν ενδεχόμενο» μη μας βρει το αύριο χωρίς να το έχουμε προγραμματισμένο- αυτή είναι στάνταρ η ανασφάλεια. Ανασφάλεια για τον εαυτό μας, για τις δυνάμεις μας, για την ικανότητά μας να αντεπεξέλθουμε σε surprises ή απρόβλεπτα και την αμφιβολία για την αυτοσυγκράτησή μας. Είναι ένα είδος OCD από το οποίο πάρα πολύ δύσκολα μπορούμε να ξεφύγουμε γιατί γίνεται αποκλειστικά μέσα σε ένα φανταστικό σύμπαν πολλαπλών καταλήξεων τύπου “The Butterfly Effect”. Γουστάρουμε λίγο να ταλαιπωρούμε το μυαλό μας, να έχουμε ένα μικρό δράμα γιατί, δε γίνεται, κάτι θα στραβώσει, κάποιο λάκκο θα έχει η φάβα. Κι αν δηλαδή σπαταλήσεις χρόνο και φαιά ουσία, δυνάμεις και δημιουργικότητα ξεχωρίζοντας κλωστή-κλωστή την κάθε πιθανότητα για να πλέξεις 1100 σενάρια “what if?” κέρδισες κάτι;

Πολλά έχουν ειπωθεί κι άλλα τόσα έχουν γραφεί, για το θέμα της υπερανάλυσης από πολλούς από εμάς που το έχουμε κάνει συνήθειο, το αγαπάμε κι από αυτό αντλούμε κι έναν κάποιο δημιουργικό οργασμό. Άλλοι γουστάρουν να ακούν τη φωνή τους, εμείς να γεμίσουμε λευκές σελίδες με μαύρα στιγματάκια. Κασκαντέρ με υπολογισμένο κίνδυνο για τους άλλος και κυνηγοί καταιγίδων για τον εαυτό μας όσοι υπεραναλύουμε εν γνώσει και κατ’ επιλογή μας τα πάντα.

Όταν δεν υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα για το τι συμβαίνει ή τι μπορεί να νιώθει ή να σκέπτεται ο άλλος, τότε είναι ελεύθερο το μυαλό του να κάνει σενάρια– ακόμα κι αν αυτά ενίοτε είναι επιστημονικής φαντασίας που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Για να είμαστε δίκαιοι, καμιά φορά μπορεί και μη φταίει 100% αυτός που χορεύει πάνω σε εκείνη τη λεπτή κίτρινη γραμμή. Όταν άλλοι παράγοντες στη ζωή μας δεν είναι σταθεροί, δεν έχουμε μια σαφή εικόνα για το τι μέλλει γενέσθαι ή μας δημιουργούν -άλλοτε ακόμα κι επίτηδες- αμφιβολίες, η υπερανάλυση είναι το default mode πολλών.

Δε σου φταίει όμως κανένας άλλος που δημιουργείς σενάρια που ξεπερνούν τα πιο ευφάνταστα του Hollywood. Κανείς δεν είναι υπεύθυνος να κατευνάζει τις ανησυχίες σου, αυτή είναι καθαρά δική σου δουλειά. Μπορεί να μην είναι προαποφασισμένη μια οδός, μπορεί ο άλλος να μην ξέρει τι θέλει ή τι του γίνεται. Μπορεί να γουστάρει και να δημιουργεί δικά του σενάρια. Αυτά είναι δική του υπόθεση, όπως ακριβώς είναι τα δικά σου όρια και πού θα σταματήσεις να κεντάς την επόμενη ενδεχόμενη εξέλιξη. Δικό σου καπέλο αν έχεις βαλθεί να ανακατεύεις σε ένα καζάνι ένα κράμα των πιο σαχλών ρομαντικών κομεντί, The Notebook με μια δόση Me before you, σε συνδυασμό με Game of Thrones, Supernatural, Criminal minds και Scandal. Πασπάλισέ το και με λίγο “We were on a break” αλά Ross και σβήσε με ένα κρασάκι κλεμμένο από το Californication. Reality is boring θα πω και η αλήθεια είναι, μόνο αυτό το παράδειγμα χρειαζόταν να δώσω για να καταλάβετε πόσο μπορεί να παίξει με το μυαλό σου η υπερανάλυση. Που εδώ που τα λέμε, πάντα παίζει και μια αμφιβολία για το αν μπορεί εν τέλει να συμβεί ο συνδυασμός τόσων διαφορετικών εννοιών. Κι από την ανάλυση στην υπερανάλυση, μισή αμφιβολία δρόμος. Οξύμωρο λίγο, ε;

Ξέρετε όμως, ποιο είναι το bottom line από όλα αυτά; Η κατάκτηση. Ναι, κάνουμε κύκλο και προετοιμαστείτε– θα κλείσει ακριβώς εκεί που άνοιξε. Η υπερανάλυση μπορεί να γίνει μόνο σε κάτι που δεν είναι πλήρως κατανοητό, για κάτι στο οποίο αιωρείται κάποια απορία ή υπάρχει κάπου κάποια αμφιβολία. Οτιδήποτε έχουμε κατανοήσει ως γνώση, είναι σιγουριά κι αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι που έχουμε κατακτήσει, ούτε παίρνει, ούτε χρειάζεται να εξηγηθεί περαιτέρω.

Η ασφάλεια σε αυτή τη συνθήκη δε μας γεννά την ανάγκη να σκαλίσουμε κάτι παραπάνω ούτε να εξηγήσουμε παραπάνω σε κάποιον που δεν καταλαβαίνει από μόνος του το σκεπτικό μας. Ασφάλεια ίσον αυτοπεποίθηση κι αυτό ισούται, όχι με αδιαφορία, αλλά την έλλειψη κάθε ανάγκης να γίνουμε αποδεκτοί. Αποδεχόμαστε τον εαυτό μας, τις επιλογές μας, τις σκέψεις μας και τις δυνάμεις μας. Και το καλύτερο, ακόμα κι από αυτό; Παράλληλα, αποδεχόμαστε τον άλλον, τον οποιονδήποτε άλλον, με τις δικές τους ανασφάλειες, αμφιβολίες κι απόψεις. Δεν έχουμε την ανάγκη να εμβαθύνουμε περισσότερο γιατί έχουμε σιγουριά στο ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο και δεν μπορούμε να προβλέψουμε τα πάντα όση σκέψη κι αν ρίξουμε. Όλοι γύρω μας χορεύουν στο δικό τους ρυθμό κι αυτό γίνεται δεκτό. Τι άλλο να ζητήσουμε; Σωστά; Σωστά.

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου