Βρε, καλώς τον χαμένο ταξιδιώτη! Βρήκαμε το δρόμο της επιστροφής; Έχασες τη στροφή για την Ιθάκη και βγήκες εδώ, έξω απ’ το σπίτι μου; Εντάξει, να πω ότι δεν το περίμενα, ψέμα θα ΄ναι. Ντροπή! Και ξέρεις ότι δεν τα μπορώ τα ψέματα. Απλά άργησες να εμφανιστείς πάλι· δεν περίμενα να σου πάρει τόσο καιρό. Δεν μπορώ να πω, έξυπνος ήσουν πάντα. Σε είχα βέβαια για πιο έξυπνο, να μην το καθυστερήσεις τόσο, να μη μου δώσεις τόσο χρόνο να καλοσκεφτώ τα πράγματα.

Με πέτυχες στο φεύγα, αλλά αφού είμαστε εδώ, πες μου λίγο στα γρήγορα τι θες, γιατί βιάζομαι. Με περιμένουν,βλέπεις και δεν το ‘χω με το στήσιμο, δε μ’ αρέσει. Μπα, όχι, δε θέλω να κάτσουμε και μέσα γιατί να έρθεις; Πόση ώρα θα σε πάρει πια; Ό,τι ήταν να πεις, άλλωστε, πάντα στο δεκάλεπτο το έλεγες.

Τι έγινε; Σου ‘λειψα; Όχι, ντε, και σου ‘λειψα! Μην το ξαναπείς! Είναι δυνατόν; Εσένα να σου λείψει κάποιος; Και μάλιστα, απ’ όλους, εγώ; Αφού, βρε, δε σου ήμουν τίποτα. Δεν ήταν τίποτα αυτό που είχαμε. Ήσουν σαφέστατος εκείνο το βράδυ. Τώρα τι; Ξαφνικά γίναμε «κάτι»;

Έλα τώρα, αφού με ξέρεις. Ήξερες ότι τώρα που αποφάσισες επανεμφάνιση με αέρα σταρ του σινεμά, η πρώτη μου αντίδραση θα ήταν να σε ειρωνευτώ. Όχι, δίκιο έχεις. Πού να φανταστείς. Δεν το περίμενες καθόλου. Γιατί δεν ξέρεις· δε με ξέρεις. Αυτά έχει όμως, αγάπη μου, όταν τρως χρόνια κοιτώντας μόνο την πάρτη σου κι όχι αυτόν που –με γαϊδουρινή υπομονή κι επιμονή– παραμένει δίπλα σου, όσο κι αν τον διώχνεις.

Τι θες τώρα; Για πες λίγο. Τι περιμένεις; Θες να κάνω πως όλα είναι οκ; Να ‘ναι όλα όπως πριν, να το πάρουμε από εκεί που το αφήσαμε και να ξεχάσουμε το ενδιάμεσο; Σαν να μην πέρασε μια μέρα, έτσι; Το ‘πιασα καλά το mood;

Μα πέρασαν εκατοντάδες. Σταμάτησα και να μετρώ μετά τις εκατό. Και πολλές σου ήταν. Γιατί αν ο άνθρωπος δεν αλλάξει μέσα σε εκατό μέρες, δεν αλλάζει ποτέ. Κι αν δε σου ‘λειψα τότε, σιγά μη σου ‘λειψα τώρα.

Πού με θυμήθηκες, βασικά, εδώ που τα λέμε; Δε σου βγήκε το grand plan σου κι είπες να γυρίσεις στα σίγουρα; Αμ, δε. Ευχαριστώ, μάτια μου γλυκά, αλλά δε θα πάρω. Been there, done that.

Άσε που βαριέμαι. Βαριέμαι να κάνω πως δεν καταλαβαίνω. Μας σώθηκε πια αυτό. Μας τελείωσε η προσποιητή άγνοια για χάρη της άνεσής σας. Ξύπνησα. Όχι ότι κοιμόμουν πριν, αλλά κουράστηκα να το παίζω κοιμισμένη, να κοπιάζω να σε κρατώ ευτυχισμένο, να προσπαθώ να χωρέσω μέσα στο καλούπι που νόμιζα ότι με ήθελες. Μπα, δε βρίσκω λόγο πλέον.

Ψάχνεις κάπου να πιαστείς, τώρα, ε; Κάποια λέξη μου, κάποια από αυτές τις κακίες που σου έχω αραδιάσει τόση ώρα, θα πρέπει να είναι κάλυψη για την τόση λατρεία που σου έχω ακόμα. Δεν μπορεί, αφού για μένα μιλάμε. Είναι δυνατόν να έχεις χάσει την επιρροή σου; Ψάχνεις την ευκαιρία σου να χωθείς, να βρεις το τρωτό μου σημείο και να μπουκάρεις, όπως έκανες τόσες φορές πριν, σωστά; Οκ, ναι, θα κατεβάσω λίγο όπλα κι ασπίδα, να σου δώσω αυτό που θες.

Θα σου δώσω αυτό που ήρθες να ζητήσεις κι ας μη μου το ζητάς με λόγια κι ας είναι ακόμα ο εγωισμός σου τόσο μεγάλος που δε σου επιτρέπει να το πεις. Δε χρειάζεται σε μένα, αφού σε ξέρω. Και ξέρω και τι θες, αφού μπήκες στον κόπο να έρθεις μετά από τόσο καιρό να με βρεις. Αυτό που πάντα ήθελες, δηλαδή, απλά τούτη τη φορά είπες να το ονομάσεις αλλιώς μπας και γλυτώσεις τον πολύ τον κόπο και κερδίσεις χαμένο χρόνο.

Μάλιστα, κάτσε, να σου το κάνω κι ευκολάκι, γιατί έτσι με είχες συνηθίσει, ούτως ή αλλιώς.

Θα στη δώσω, λοιπόν, την ευκαιρία. Αν μη τι άλλο προς τιμή των ευκαιριών που σου είχα ζητήσει εγώ επανειλημμένως. Όχι, όμως, σήμερα. Ούτε αύριο. Δεν ξέρω και για την άλλη βδομάδα. Μπορεί να σου πάρει κάνα μήνα κιόλας. Φτάσε πρώτα στον πάτο κι έλα μετά να την πάρεις την ευκαιρία σου. Έλα να με βρεις μόλις χτυπήσεις το προσωπικό σου ναδίρ κι εγώ εδώ θα είμαι με την ευκαιρία σου ανά χείρας. Και θα στη δώσω, αλήθεια, ολόψυχα κι ειλικρινά.

Αλλά, μεταξύ μας, μην κοροϊδευόμαστε. Ξέρουμε κι οι δύο καλά πως δεν έχεις κανέναν τέτοιο σκοπό. Πως δεν υπάρχει αυτός ο πάτος κι ακόμα και να το έχεις βρει, δε θα φτάσεις εκεί για μένα. Γι’ αυτό και τόσο απλόχερα προσφέρω κάτι που δεν υπάρχει. Κατάλαβα τελικά και τη δική σου σκοπιά -είναι εύκολο να προσφέρεις κάτι που δεν πιστεύεις ότι θα χρειαστεί ποτέ να δώσεις.

«Σου ‘παν;» Ποιοι; Αχ, ναι, οι «καλοθελητές»! Σωστά, είναι κι αυτοί, πού πάω και τους ξεχνώ αυτούς! Τι σου είπαν τα πουλάκια μου; Ότι πονάω ακόμα κι ότι υποφέρω; Ότι για να δηλώνω κραυγαλέα ότι δε σε θέλω και να είμαι τόσο πικρόχολη που δεν μπορώ ούτε το όνομά σου να ακούσω, ακόμα κατά βάθος θέλω εσένα; Ότι σ’ αγαπάω και γι’ αυτό όλα αυτά, για να σου κάνω γυμνάσια, να μην είναι εύκολη η επιστροφή σου και για να σε αναγκάσω να κάνεις κάτι ώστε να με δικαιολογήσει όταν θα σε δεχτώ πίσω με ανοιχτές αγκάλες, φορώντας τα καλά μου; Ότι αν δε σ’ αγαπούσα ακόμα, τίποτα δε θα έλεγα, πως θα απαξιούσα;

Όχι, δίκιο έχουν. Κανονικά θα έπρεπε να απαξιώ. Και κανονικά, αφού λέω και στηρίζω πως δεν έχω πλέον αισθήματα για σένα, τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα έπρεπε να ξεστομίζω. Και τόσο καιρό, δηλαδή, τι έκανα; Δεν απαξιούσα; Ρώτησα ποτέ για σένα, ανέφερα ποτέ το όνομά σου; Όχι. Και δε θα το έκανα και τώρα, αν δεν ερχόσουν εσύ, με το γνωστό σου τουπέ, να μου ταράξεις κύκλους που για μένα έχουν κλείσει. Σωστοί, λοιπόν, οι καλοθελητές σου. Φυσικά κι έχω ακόμα αισθήματα για σένα. Μόνο που δεν είναι αυτά που τα ρομαντικά κι αγαθά τους μυαλά φαντάζονται.

Μπορείς να καείς για χάρη μου, να υποφέρεις για να με ξανακερδίσεις; Να πέσεις στα πατώματα, να κλαις και να παρακαλάς μπας και με φέρεις πάλι στα νερά σου; Καν’ το μια, να δούμε, ρε παιδί μου, μήπως όντως αισθανθώ κάτι για σένα. Μήπως πουθενά, πολύ βαθιά κρυμμένο, υπάρχει ακόμα μια σπίθα που δεν την έχω πάρει χαμπάρι. Να δω, έστω, αν μπορώ να σε λυπηθώ.

Πλάκα έχει η μούρη σου. Δε σε είχα δει ποτέ σοκαρισμένο. Έπρεπε να το έκανα αυτό πιο συχνά τότε. Να μην έχεις τίποτα για δεδομένο, να φοβάσαι πού και πού. Θα σου έλεγα να κάτσεις κάτω πριν σωριαστείς, αλλά δεν έχω στρώσει τα κόκκινα χαλιά, μωρέ και ξέρεις, είμαι βιαστική. Έχω και δουλειές. Το δεκάλεπτο που δικαιούσαι το φάγαμε και δεν πεινάω για ξαναζεσταμένες φακές. Κατάλαβες τι εννοώ, φαντάζομαι;

Λοιπόν, για να τελειώνουμε, όχι. Και για να πάω κι εγώ στο δρόμο μου, να χαθείς κι εσύ, αυτό ήταν; Είπες ό,τι ήταν να πεις ή θα φας φλασιά πάλι αύριο-μεθαύριο να έρθεις να με ξαναενοχλήσεις; Όχι, ε; Δεν το περίμενα. Μα πόσο εύκολα τα παρατάς! Και θες, κατά τα άλλα, να πιστέψω πως γύρισες μετανιωμένος.  Ωραίος.

Χάρηκα που τα είπαμε –τα είπα, βασικά, αλλά δεν πειράζει, είχα σειρά– έστω και τώρα, έστω και στα όρθια έξω απ’ την πόρτα.

Να μην τα ξαναπούμε, όμως, ναι;

 

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου