Η Χριστίνα ήταν από μικρή η καλή μαθήτρια της τάξης. Καθόταν στο δεύτερο θρανίο και κρατούσε ευλαβικά σημειώσεις σε κάθε μάθημα, άκουγε με προσοχή τον καθηγητή της και παρέμενε απερίσπαστη και συγκεντρωμένη, αγνοώντας ό,τι λεγόταν στην τάξη. Αλλά, η Χριστίνα ήταν πολύ περισσότερα από μια άριστη μαθήτρια. Ήταν πάντα πρόθυμη να βοηθήσει όλους και πάντα. Από τους συμμαθητές και τους καθηγητές της μέχρι τον επιστάτη του σχολείου. Χρειαζόταν βοήθεια σε κάποια καλλιτεχνική εκδήλωση; Χρειαζόταν συμμετοχή στο θεατρικό; Η Χριστίνα ήταν παρούσα. Όχι με υστεροβουλία ή κάποιο απώτερο κίνητρο, αλλά διότι τής άρεσε, ήταν στον χαρακτήρα και την προσωπικότητά της.

Και στο Πανεπιστήμιο που πέρασε στην πρώτη της επιλογή συνέχισε να είναι η ίδια. Η επιμέλεια, η συγκέντρωση, η μεθοδικότητα και η στοχοπροσήλωση ήταν τα χαρακτηριστικά, που μαζί με την οξυδέρκεια και την τετράγωνη λογική της την έκαναν να ξεχωρίζει. Παρέμεινε, ταυτόχρονα, το ίδιο δοτική και υποστηρικτική. Έδινε αδιαμαρτύρητα σημειώσεις και βιβλία σε συμφοιτητές της, τούς εξηγούσε υπομονετικά όσα έχαναν από τις παραδόσεις και προσφερόταν να καλύψει όποια κενά είχαν.

Φυσικό επόμενο, ήταν να συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο και στον εργασιακό της χώρο. Αναλάμβανε με προθυμία πρωτοβουλίες για να διεκπεραιώσει όσα έπρεπε, ήταν πάντα τυπική με τις προθεσμίες, τις ολοκλήρωνε ακόμα και πριν την καθορισμένη ημερομηνία και κάλυπτε τα κενά συναδέλφων, είτε τής το ζητούσαν είτε όχι. Έμενε ξύπνια μέχρι  αργά να τελειώσει εκκρεμότητες και απαντούσε σε μηνύματα και μέιλ ακόμα και αργά το βράδυ. Δεν αργούσε ποτέ, έφευγε όταν τελείωνε όλες τις δουλειές της και ο εργοδότης της ήξερε ότι μπορεί να βασιστεί πάνω της γιατί ήταν το «καλό παιδί». Ο χαρακτηρισμός που την ακολουθούσε από τότε που θυμόταν τον εαυτό της.

Ήρθε, όμως η στιγμή, νομοτελειακά θα έλεγε κάποιος, που η Χριστίνα ξεκίνησε σταδιακά να νιώθει εξαντλημένη, πρώτα σωματικά και μετά ψυχικά. Δεν είχε τον ίδιο ενθουσιασμό, έμοιαζε σαν κάποιος να της είχε ρουφήξει την ενέργειά της. Δεν είχε κίνητρο και το χειρότερο ήταν ότι ξεκίνησε να αισθάνεται ότι δεν τα καταφέρνει σε τίποτε, ότι έκανε σε όλα λάθος, ότι είναι αποτυχημένη. Δε μοιραζόταν τις σκέψεις τις με κανέναν, αρκετές τύψεις και ενοχές είχε, δεν ήταν ανάγκη να φορτωθεί κι άλλες.  Σταδιακά έγινε αρνητική απέναντι στην εργασία της, αυτή που ήταν πάντα χαρούμενη και χαμογελαστή, και δυσκολευόταν ακόμα και να συγκεντρωθεί για πολλή ώρα σε κάτι. Η λήψη αποφάσεων και η ανάληψη πρωτοβουλιών τής φάνταζε ανυπέρβλητο πρόβλημα τώρα και όποτε κλήθηκε να το κάνει, φορτώθηκε με άγχος.

Η νευρικότητά της ήταν πλέον διάχυτη σε κάθε τομέα της ζωής της, στο σπίτι ήταν αμίλητη και σκυθρωπή, με τους φίλους της οξύθυμη και εριστική. Το βράδυ δεν κοιμόταν καλά, κοιμόταν αργά και ανήσυχα και όλη μέρα βασανιζόταν με πονοκεφάλους, ζαλάδες και ιλίγγους. Ξεκίνησε πραγματικά να δυσκολεύεται ακόμα και στα πιο μικρά, καθημερινά πράγματα.

Η Χριστίνα ανήκει σε μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων, στην οποία πιθανόν ανήκεις κι εσύ, που ταλαιπωρείται από το burn out στη δουλειά, την επαγγελματική εξουθένωση και εξάντληση. Ένας όρος που καθιερώθηκε επίσημα το 2019 αλλά ταλανίζει πολύ κόσμο εδώ και πολλά χρόνια. Μπορεί να προσβάλει τον οποιονδήποτε, ανεξαρτήτως επαγγέλματος ή ηλικίας, και «ευδοκιμεί» κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Όπως είναι λογικό, η κατηγορία που είναι πιθανότερο να υποφέρει είναι εκείνη που ονομάζουμε «καλά παιδιά», σ’ εκείνη που ανήκε και η Χριστίνα.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί αυτοί οι εργαζόμενοι έχουν περισσότερες πιθανότητες να νιώσουν σε κάποια στιγμή της επαγγελματικής τους καριέρας ότι  έχουν εξαντληθεί, έχουν εξουθενωθεί από την πολλή δουλειά αλλά και τη συνεχή προσπάθεια να διεκπεραιώσουν τα πάντα κι ακόμη περισσότερα από αυτά που τους έχουν ανατεθεί.

Κι είναι απολύτως φυσιολογικό. Οι ευγενικοί και πρόθυμοι εργαζόμενοι καταλήγουν να φορτώνονται περισσότερη δουλειά και αρμοδιότητες χωρίς να έχουν την αντίστοιχη αναγνώριση και ανταμοιβή. Θεωρείται δεδομένο από τους ανωτέρους τους ότι θα αναλάβουν όχι μόνο ό,τι τούς ζητηθεί αλλά και πέραν των καθηκόντων τους γιατί έτσι τούς έχουν μάθει. Είναι ξεκάθαρο ότι δε βάζουν όρια ή και αν βάζουν δεν είναι ευδιάκριτα. Στην πρώτη φορά που θα τα καταπατήσουν, περνά και το μήνυμα ότι είναι εντάξει να γίνεται κάτι τέτοιο, δεν τρέχει και κάτι.

Είναι άτομα που αποφεύγουν τις συγκρούσεις, δεν καταθέτουν τη διαφωνία τους ή τη δυσαρέσκειά τους και επιλέγουν τη σιωπή για να μην έρθουν σε κόντρα με τον οποιοδήποτε. Και το πιο απογοητευτικό είναι ότι τέτοια άτομα δεν κερδίζουν απαραίτητα επιβράβευση, διότι αυτή πηγαίνει στον πιο «ορατό» εργαζόμενο, στον πιο διεκδικητικό, σ’ εκείνον που φαίνεται περισσότερο και συμπεριφέρεται βάσει στρατηγικής και είναι «πολιτικά έξυπνος».

Είναι αναστρέψιμη η κατάσταση; Φυσικά και είναι. Πρέπει αυτά τα άτομα να θέσουν από νωρίς τα όριά τους και να μάθουν να λένε «όχι» ευγενικά και σταθερά. Να μη θεωρήσουν δεδομένη την επιβράβευση, αλλά να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, να μιλήσουν ξεκάθαρα για τις προσδοκίες και τις ανάγκες του και να ζητήσουν στήριξη και βοήθεια αν και όταν χρειάζεται. Γιατί ναι, διαφορετικά, τα καλά παιδιά “καίγονται” πρώτα και συνήθως, είναι μη αναστρέψιμο.

Συντάκτης: Χριστιάνα Δεμέναγα