

Δεν μπορώ να πω ότι το αγάπησα από το πρώτο επεισόδιο αλλά συνέχισα να το παρακολουθώ και στην πορεία το λάτρεψα. Κάθε εβδομάδα, στηνόμουν μπροστά στην τηλεόραση, σνόμπαρα τους ανεπανάληπτους Δύο Ξένους (τους οποίους είδα αργότερα) και ζούσα, γελούσα και θύμωνα με τους δύο εντελώς αντίθετους χαρακτήρες που συμβίωναν αναγκαστικά στο νεοκλασικό στο Μαρούσι. Ήμουν φαν του Ρώμα, οι “Μεν και οι Δε” ήταν η σειρά που με συντρόφευε στην εφηβεία μου και μού σύστησε για πρώτη φορά το χιούμορ του δημιουργού του. Όπως σε όλες τις σειρές του Ρώμα, έτσι και εδώ, συγκρούονται δύο διαφορετικοί κόσμοι, βγαλμένοι, όμως, από τη ζωή και την καθημερινότητά μας.
Ο Κωνσταντίνος και η Ελένη μπήκαν σε κάθε ελληνικό σπίτι από το 1998 κι εξής, και μαζί τους μπήκαν και οι φίλοι τους, οι περιπέτειές τους, τα παθήματα και ενίοτε και οι έρωτές τους. Και εξακολουθούν να μπαίνουν. Η σειρά παίζει συνεχόμενα, τουλάχιστον στην Κύπρο, καθημερινά και είναι η ένοχη απόλαυση όλων εμάς που τη βλέπαμε από παλιά αλλά και πολλών άλλων που τη γνώρισαν μέσα από τις επαναλήψεις της.
Η υπόθεση γνωστή, είτε την έχεις παρακολουθήσει είτε όχι, θεωρώ έχεις ακούσει για τους δύο άσπονδους συγκάτοικους που τσακώνονται μέρα νύχτα όπως ο σκύλος με τη γάτα. Δεν έχουν κανένα σημείο επαφής, κανένα κοινό έδαφος, καμία ομοιότητα, και φροντίζουν να το επιβεβαιώνουν μέχρι και την τελευταία σκηνή. Οι διάλογοί τους περιστρέφονται γύρω από τις διαφωνίες τους, τον διαφορετικό τρόπο θέασης των καταστάσεων και χρήσης της γλώσσας. Ο Κωνσταντίνος είναι αυτός που υποτιμά αλλά και αγνοεί την καθομιλουμένη αργκό (δε μιλά κυριλάτα) και η Ελένη ακροβατεί μεταξύ του μιλώ χύμα και του μιλώ λαϊκά. Και ως αποτέλεσμα, γεννιούνται παρεξηγήσεις και συνεπακόλουθα, γέλιο.
Πιστοί φίλοι τους ο Μάνθος και η Πέγκυ, οι οποίοι -ω! του θαύματος- ερωτεύονται από την αρχή της σειράς και παρακολουθούμε παράλληλα και την εξέλιξη της σχέσης τους. Οι δύο άντρες, ο Κωνσταντίνος και ο Μάνθος, συμμαθητές και φίλοι από τα παιδικά τους χρόνια λειτουργούν με εντελώς αντίθετα στην προσωπική τους ζωή. Συντηρητικός και συγκρατημένος ο καθηγητής βυζαντινολογίας, ερωτύλος και γλεντζές βιομήχανος ο φίλος του. Υποχόνδριος και ιδιότροπος ο Κωνσταντίνος, εξωστρεφής και ζεν πρεμιέ ο Μάνθος. Μπορούν δύο τόσο αντίθετοι χαρακτήρες να είναι πραγματικοί φίλοι;
Στις συζητήσεις μεταξύ τους, θα χαρακτήριζε κάποιος οριακά τον Κωνσταντίνο αγενή και προσβλητικό. Χρησιμοποιούσε υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, κοσμητικά επίθετα, αναδείκνυε τα αρνητικά του Μάνθου και με υπονοούμενα και νύξεις, προσπαθούσε να τον εκθέσει για όσα έκανε- κυρίως ερωτοδουλειές. Τεμπέλη τον ανέβαζε, καζανόβα τον κατέβαζε, θεωρώντας όλες του τις επιλογές σε όλους τους τομείς της ζωής του ευτελείς και ποταπές. Κάποιες φορές, αρκετές η αλήθεια είναι, έδειχνε και τη δυσφορία του όταν τον έβλεπε, λέγοντάς του το κατάμουτρα. Πόσες φορές βρήκε στο σπίτι του Μάνθου επίδοξες συντρόφους του και τις ειρωνεύτηκε, πόσες φορές άθελά του δημιούργησε προβλήματα στις «σχέσεις» του, πόσες φορές έγινε εκούσια ή ακούσια ο λόγος για να τσακωθεί με διάφορους. Τα δηκτικά του σχόλια και η εμμονή του σε κανόνες και συμπεριφορές, δεν του επέτρεπε να χαλαρώσει ή να δει τις καταστάσεις με την οπτική γωνία του Μάνθου.
Ο Μάνθος από την άλλη, που αντιπροσωπεύει ένα τρόπο ζωής ζαμανφού, πολλές φορές δεν παίρνει στα σοβαρά τον φίλο του, οι αποφάσεις του είναι παρορμητικές και ενστικτώδεις, χωρίς καμιά σκέψη για το μετά. Θεωρεί τον Κωνσταντίνο βγαλμένο μέσα από τη ναφθαλίνη λόγω του παρωχημένου των απόψεών του. Τού μιλούσε και προσπαθούσε πάντα να ελαφρύνει τη συζήτηση, δεν έπαιρνε ποτέ στα σοβαρά συμβουλές και νουθεσίες και με ευκολία παρέβλεπε το σωστό και το ηθικό.
Σίγουρα δεν είναι οι φίλοι που ανταποκρίνονται στην κλασική έννοια του όρου ή δεν είναι το ζευγάρι που θα σου έρθει στο μυαλό ακούγοντας τη λέξη κολλητοί, αλλά δημιουργούν ένα ιδιόμορφο ντουέτο, μια διαφορετική δυάδα που παρ’ όλες τις συγκρούσεις, αναπτύσσουν ένα ιδιαίτερο δεσμό μέσα στα χρόνια.
Ο Μάνθος είναι ο μόνος που ανέχεται ο Κωνσταντίνος και αναλαμβάνει τον άχαρο ρόλο να τού εξηγήσει πότε μιλούν μεταφορικά, πότε αλλάζει το νόημα των λέξεων, πότε πρέπει να εκσυγχρονιστεί, πώς να μιλήσει μπροστά σε γυναίκες. Ο Κωνσταντίνος, παρόλο που φαινομενικά δε νοιάζεται για τη γνώμη του φίλου του, εντούτοις τού διαβάζει αποσπάσματα από το περίφημο σύγγραμμά του, καταφεύγει στο σπίτι του για να παραπονεθεί για την γκαρσόνα Α και τη συμπεριφορά της και «κλαίει» στον ώμο του όποτε θέλει παρηγοριά, τον καλύπτει όσες φορές έχει εκτεθεί κι έχει αναλάβει ευθύνη για πράγματα που δεν άπτονται της ηθικής του για να τον προστατεύσει. Αν το σκεφτούμε καλά, κανένας δεν απομακρύνεται από τον άλλο, αν και οι διαφορές τους είναι πασιφανείς. Αυτό από μόνο του λέει πολλά. Οι προσπάθειες που κάνουν αμφότεροι για να επιδράσουν στον τρόπο ζωής του άλλου έχουν μεν πρόσκαιρο αποτέλεσμα, αλλά είναι συνεχείς και επαναλαμβανόμενες, κάτι που δείχνει πόσο νοιάζεται ο ένας τον άλλον.
Θεωρώ ότι οι δυο τους μοιράζονται μια αγάπη διαφορετική. Δεν έχουν τον ίδιο τρόπο σκέψης ή θεώρησης των πραγμάτων αλλά στο βάθος, εκτιμά ο ένας τον άλλον γι’ αυτό που είναι και γι’ αυτό που πρεσβεύει. Δεν μπορούν να διανοηθούν τη ζωή τους χωρίς την παρουσία του φίλου τους. Ανέχεται ο ένας τον άλλον για όσα έχει να προσφέρει και δεν κρατούν κακία ποτέ. Ακόμα και όταν, για παράδειγμα, ο Μάνθος αναγκάζει τον Κωνσταντίνο να υποδυθεί τον σύντροφο διαφόρων ερωμένων του για κάλυψη από την Πέγκυ, ο δεύτερος το κάνει. Με πολλές διαμαρτυρίες βέβαια, αλλά δεν τον προδίδει.
Είναι μια μορφή αγάπης πολύ σημαντική. Είναι εκείνη η μορφή που δηλώνει πως θα σ’ αγαπώ όχι αν και είσαι έτσι, αλλά επειδή είσαι έτσι. Θα σ’ αγαπώ με όσα διαφορετικά έχεις για όλα αυτά που έχεις.
Αν είσαι κι εσύ ο Μάνθος στη ζωή ενός Κωνσταντίνου κι αναρωτιέσαι αν ο φίλος σου σ’ αγαπά και σε εκτιμά πραγματικά παρόλο που σου υποδεικνύει συνέχεια τι λάθη κάνεις ή αν είσαι ο Κωνσταντίνος στη ζωή ενός Μάνθου και δυσανασχετείς γιατί σε χώνει συνεχώς και σε θεωρεί υπερβολικό, να μην ανησυχείς καθόλου. Πολύ πιθανόν να πρόκειται για μια επική φιλία, με πολύ σασπένς και γέλιο, όχι τόσο σε σας τους δύο αλλά στους γύρω σας, θεατές και ακροατές!