Δύο άτομα συναντιούνται, γνωρίζονται, ερωτεύονται. «Ναι, ματάκια μου», «ό,τι πεις, καρδούλα μου», «ό,τι θες, μωρό μου». «Η επιθυμία σου προσταγή μου» και τούμπαλιν. Στην αρχή τα πράγματα είναι απλοποιημένα. Όλα είναι ρόδινα. Είναι η περίοδος που μαθαίνεις τον άλλον, καθετί διαφορετικό σου κεντρίζει το ενδιαφέρον και θέλεις να μάθεις ακόμη περισσότερα μέρα με την μέρα. Να ρουφήξεις την ύπαρξή του και όλα αυτά τα χρόνια που δεν τον γνώριζες και δεν ήσασταν μαζί. Να κερδίσεις στην ουσία τον χαμένο χρόνο.

Μέχρι εδώ όλα καλά. Μετά όμως τι γίνεται; Μετά αρχίζεις να μαθαίνεις αυτόν τον καινούργιο άνθρωπο και αρχίζεις να βλέπεις κι εκείνα που ή λόγω έρωτα δεν τα είδες (μην ξεχνάμε: ο έρωτας τυφλώνει) ή δεν στα είχε δείξει ακόμη. Όπως και να έχει, τότε είναι που έρχονται εκείνες οι στιγμές και αρχίζεις να μην τον αντέχεις. Που αναζητάς λίγο χώρο να ηρεμήσει το κεφάλι σου και να δεις τα πράγματα πιο καθαρά.

Όπως όμως εσύ έχεις τα στραβά σου και περιμένεις από τους άλλους να τα αποδεχτούν και να τ’ αγκαλιάσουν, έτσι κι οι άλλοι έχουν τα δικά τους που πρέπει να κατανοήσεις και να αντέξεις. Αν πάλι θεωρείς πως δεν έχεις κανένα στραβό, τότε πάρε το καλάμι σου και συνέχισε τον μοναχικό, αλλά κατά τα άλλα τέλειο δρόμο σου.

Όλοι μας λοιπόν είμαστε άνθρωποι εύθραυστοι, τρωτοί, με πληγές από το παρελθόν και με φόβους για το μέλλον. Δεν είμαστε τέλειοι και δεν πρέπει να αναζητούμε την τελειότητα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να τα αποδεχόμαστε και όλα. Η ανεκτικότητα είναι ένα ζήτημα τόσο ρευστό όσο και ο ιδρώτας που κυλάει στο δέρμα μας. Το να μην αντέχεις κάποιον είναι μέσα στο πρόγραμμα. Ακόμη και τους γονείς μας, τους ανθρώπους που μας έφεραν στον κόσμο, υπάρχουν στιγμές που δεν τους αντέχουμε. Εδώ κάποιες φορές ούτε τον ίδιο μας τον εαυτό δεν αντέχουμε – τι συζητάμε;

Αν δεν υπήρχε όμως ένταση, δε θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε τη γαλήνη. «Αν δε χάναμε τον παράδεισο, θα χάναμε και την ελπίδα να τον ξανακερδίσουμε». Δεν σηκώνεις απλώς τους ώμους και τα παρατάς. «Αντέχω» σημαίνει «μπορώ και θέλω να μείνω». Σημαίνει «κατανοώ ή ακόμη και αν δεν τα καταλαβαίνω πλήρως, τα δέχομαι και τα αποδέχομαι γιατί ξέρω πως αυτά που με κρατάνε είναι περισσότερα από αυτά που με απομακρύνουν». Τι αντέχεις και τι δεν αντέχεις το ξέρεις μονάχα εσύ. Τα όριά σου τα ξέρεις μόνο εσύ. Τις αξίες σου επίσης. Όταν όμως στο τέλος επικρατήσει το «δεν αντέχω», τότε σίγουρα το «σ’ αγαπώ» δε θα αρκεί.

Εγώ έμαθα κι εσύ τι δεν μπορείς σε μένα. Δεν αντέχεις την γκρίνια μου, τη ζήλια μου, «ποιος σε έψαξε και σε ποιόν μίλησες». Δεν αντέχεις που κάποιες φορές γίνομαι ξερόλας και σου σπάω τα νεύρα. Δεν μπορείς τους φόβους μου που ζητούν να καθησυχαστούν με δυο σου λέξεις. Δεν αντέχεις το γεγονός ότι ακόμη δεν έχω μάθει και δε θέλω να μάθω να μαγειρεύω.

Ξέρω όμως πως με ένα μου φιλί θα σου πάρω όλες τις αρνητικές σκέψεις μακριά. Με ένα μου χαμόγελο θα δεις όλα όσα μπορούμε να αντέξουμε μαζί.

Γιατί η αγάπη μας, μωρό μου, μπορεί να αντέξει ως το άπειρο.

Συντάκτης: Χάιντι Σεραφειμίδου