Είχες δίκιο. Οι παράφορα ερωτευμένοι δεν είναι γραφτό να καταλήξουν μαζί, όσο μοιραία κι αν συναντήθηκαν, όσο παθιασμένα κι αν έζησαν. Βέβαια εγώ, δε σου έδινα σημασία. Είχα εκείνες τις τρισκατάρατες ελπίδες βλέπεις, πως εμείς θα αποτελούσαμε την εξαίρεση στον κανόνα. Και τελικά, τον επιβεβαιώσαμε.

Ίσως έπρεπε να αγαπηθούμε λιγότερο για να τα καταφέρουμε. Όσα σενάρια κι αν φτιάξω με το μυαλό μου, όμως, καταλήγουν σε κωμωδία. Γελάω μόνη μου σου λέω, στην ιδέα του να σε ήθελα πιο λίγο. 

Και θα είχα αποτοξινωθεί –είμαι σίγουρη– αν δε σε έβλεπα με σάρκα κι οστά, να περνάς από μπροστά μου με το υφάκι το μπλαζέ που τόσο με εκνεύριζε και το μάτσο στιλάκι. Ολόκληρη Αθήνα, σου λέει μετά. Χωρίζεις και χάνεσαι. Πού να γνωρίζουν την περίπτωσή σου;

Πάντα τόσο εγωιστής ήσουν όμως. Δε με ξαφνιάζει.

Λες και δεν οδηγούν άλλοι δρόμοι στον προορισμό σου, πρέπει να περνάς απ’ τη γειτονιά μου, απ’ το στέκι μου. Αν έχεις το Θεό σου! Την πρώτη φορά βέβαια, τα έβαλα με την τύχη. Τη δεύτερη, σκέφτηκα πως δεν μπορεί, κάποιος σε εξαναγκάζει. Την εικοστή δε, κατάλαβα πως απλά το επιλέγεις. Συνειδητά. Ίσως στην προσπάθεια να ανακτήσεις τον έλεγχο σε μία κατάσταση που μας ξεγλίστρησε απ’ τα χέρια. Το ίσως όμως δε μου αρκεί. Και θυμώνω μαζί σου. Γι’ αυτά τα απειροελάχιστα δευτερόλεπτα που διαρκεί το πέρασμά σου, να ανοίγεις πληγές που με δυσκολία πασχίζω να κλείσω.

Κι αλήθεια τώρα, τι πιστεύεις; Ότι δε θυμάμαι τα μούτρα σου; Σπιθαμή προς σπιθαμή. Ότι αν σε δω θα συνειδητοποιήσω τι έχασα; Μα ξέρω πολύ καλά τι άφησα πίσω.

Γι’ αυτό σου λέω. Μη μου επιβάλλεις με το έτσι θέλω την παρουσία σου γιατί στην εξουσία σου πάντα πήγαινα κόντρα. Και χάνεις το χρόνο σου στην τελική. Γιατί δεν προσπαθώ να σβήσω τη μορφή σου. Είναι αδύνατο. Να απαλύνω το «γαμώτο» θέλω. Που δε μας βγήκε κι έχω ξεχάσει τον ήχο της φωνής σου. Κι όσες φορές κι αν αντικρίσω την αγέλαστη και πεισματάρικη κεφάλα σου, τίποτα δεν το αναιρεί αυτό.

Αντίδραση δεν ήθελες όμως; Είναι όλη δική σου. Πάρε λοιπόν τα εσώψυχά μου και τάισε το εγώ σου. Αφού ποτέ δε φοβήθηκα να ξεγυμνώσω τη γρατζουνισμένη μου ψυχή. Κέρδισες. Κι ας μην έπαιξα ποτέ. Μόνο να μη σε ξαναδώ. 

Πήγαινε από τον πάνω δρόμο τώρα. Είναι πιο σύντομος, το έψαξα. Είναι πιο ασφαλής. Εμείς πατσίσαμε. Σε συγχωρώ για όλα. Εξάλλου «έζησαν αυτοί καλά, σε διαφορετική όμως αγκαλιά». Γιατί όπως έλεγες, όσο μοιραία κι αν συναντηθήκαμε, αυτό θα ήταν πάντα το τέλος στο δικό μας παραμύθι.

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Αρβανίτη