Όλα τα καλοκαίρια μου είναι δεμένα με το χωριό μου. Τον εξωτικό κι άγνωστο τοις πάσι Άγιο Γεώργιο. Πρόκειται για μια κουτσουλιά που αριθμεί περί τους τριακόσιους κατοίκους, σαν του Λεωνίδα, μόνο που τούτοι εδώ έχουν λίγα αρθριτικά και ζάχαρο παραπάνω. Οι μισοί απ’ αυτούς λέγονται Γιώργηδες (στην οικογένειά μου ανήκουν ήδη δύο), ενώ στο κέντρο του χωριού δεσπόζει η εκκλησία -ποιανού άλλου;- του Αγίου Γεωργίου. Γενικά μας αρέσει αυτό τ’ όνομα και δεν το κρύβουμε!

Τα παιδικά μου καλοκαίρια τα έβγαλα όλα στον Άι Γιώργη. Σχεδόν καταναγκαστικά, θα έλεγα, αφού σεζόν παρά σεζόν με πέταγαν στους παππούδες κι οι δικοί μου έφευγαν να λύσουν και να ξαναστήσουν το σπιτικό μας σ’ άλλον τόπο. Στα ελληνικά στρατά, βλέπεις, γίνεσαι μποέμ με το στανιό και λες κι ευχαριστώ. Άλλο που τελικά την πέρναγα ζάχαρη. Μιλάμε για πολλή ζάχαρη, δώσ’ του παγωτά και χυμοί και τσίχλες (Μπαμπαλού, όχι σούγκαρ φρι και βλακείες!)

Μαζί με την αποστρατεία ήρθε κι η μόνιμη εγκατάσταση στο Σαν Ζώρζ. Οϊμέ! Πάνω που είχα βρει τις ισορροπίες μου στην πλανεύτρα Αθήνα, τα μαζεύει η δικιά σου κι ένα πρωινό Σεπτέμβρη περνά την καγκελόπορτα της δευτέρας γυμνασίου στην ένδοξη ελληνική επαρχία.

Ήταν οι πιο ανθρώπινοι, αυθεντικοί και γαλήνιοι χειμώνες και καλοκαίρια που θα μπορούσα ποτέ να ευχηθώ για τα εφηβικά μου χρόνια.

Σήμερα, φοιτήτρια πια, γυρνώ πάντα στα καλοκαίρια του Σεντ Τζώρτζ· για το βουνό απέναντι απ’ το μπαλκόνι, για το Αιγαίο στα είκοσι λεπτά μ’ αμάξι, για τους αστερισμούς, που είναι πάντα περισσότεροι απ’ της Αθήνας και φυσικά για την πολυπληθή φασαριόζα οικογένειά μου.

Απ’ όλα αυτά τα καλοκαίρια της ζωής μου διάλεξα μια παράδοξη ιστορία της μέσης περιόδου να ξομολογηθώ. Γιατί περί κυριολεκτικής εξομολόγησης πρόκειται· ποτέ και κανείς σε τούτον το ντουνιά δεν την έχει ξανακούσει. Θα την έπαιρνα στον τάφο μου, δηλαδή, αν δεν ήταν το Pillowfights με τα confessions του καλοκαιριάτικα!

Ήταν μέσα Ιούνη, θαρρώ, τα στάχυα χρύσιζαν στ’ αλώνια κι εγώ έδινα ενδοσχολικές εξετάσεις δευτέρας λυκείου. Διανύαμε μάλλον την τελευταία βδομάδα, γιατί, θυμάμαι, γράφαμε σχεδόν καθημερινά – αυτά τα μαθήματα τα πιο εναλλακτικά, τύπου Αγγλικά, Μουσική κι Αστρονομία. Σβήναμε μέρες σαν κατάδικοι, μέχρι την ώρα που μοναδική μας υποχρέωση θα ήταν να βάλουμε το μαγιό για να μπούμε στη θάλασσα.

Σαν νεαρά δεν έζησα κανένα θυελλώδη πρώτο έρωτα. Ωστόσο, βάλε ένα τσούρμο αγοράκια με κοριτσάκια να κάνουν παρέα όλα τα μαθητικά τους χρόνια. Στη μικρή κοινωνία του σχολείου άτομα που βλέπονται κάθε μα κάθε μέρα νομοτελειακά σχεδόν αναπτύσσουν «συμπάθειες». Και δε μιλάμε για οποιαδήποτε άτομα· κουβαδάκια από ορμόνες είμαστε σ’ αυτές τις ηλικίες, που παίζουμε στην ακροθαλασσιά. Λίγο η αλμύρα, λίγο ο ήλιος, λίγο το αντηλιακό καρύδα, πολύ θέλει να σε βρει το κακό; Εμένα με βρήκε την εβδομάδα εκείνη του Ιούνη.

Είχα ένα συμμαθητή -καλή του ώρα- ψηλό, ευθυτενή και ελαφρώς λοξό. Δεν εννοώ τίποτα αρνητικό μ’ αυτό, ίσα-ίσα που είναι και μέγα κομπλιμέντο. Ευφυής, το μυαλό του έπαιρνε πολλές και μυστήριες στροφές, πράγμα που στο βάθος με συνάρπαζε. Παρεούλα κάναμε, αλλά κυρίως τα τυπικά – τ’ αγοράκια σ’ αυτή τη φάση της ζωής τους είναι σ’ άλλη διάσταση, ο συγκεκριμένος πάντα λίγο παραπάνω. Ποτέ δε μ’ είχε εξιτάρει εμφανισιακά· χαριτωμένος μεν στα μάτια μου -απ’ όλα είχε εξάλλου, δύο μάτια, μύτη, στόμα- αλλά ένα «χαριτωμένος» δε φτάνει.

Και ξυπνάω το πρωί της αποφράδας εκείνης μέρας κι η πρώτη μου σκέψη είναι αυτός. Τρίβω τα μάτια μου, ανακάθομαι, καμία διαφορά. Ρίχνω μπόλικο νερό στο πρόσωπό μου, τα ίδια. Στις κόρες των ματιών μου σχηματιζόταν το πρόσωπό του, σαν κερασάκια του κουλοχέρη.

Τι κόλλημα απρόσμενο ήταν αυτό! Τον γνώριζα ήδη τέσσερα χρόνια κι ορκίζομαι ότι δεν τον είχα ξανασκεφτεί τόσο έντονα ποτέ. Δεν είχε μεταβληθεί απολύτως τίποτα στη συμπεριφορά του ούτε στη σχέση μας κι όμως το μυαλό μου δεν έλεγε ν’ αλλάξει κανάλι.

Τον έβλεπα καθημερινά στις εξετάσεις. Μετά τα μαθήματα πηγαίναμε όλοι μαζί και για κανέναν καφέ. Εγώ ούτε να τον πλησιάσω. Ίσα που ψέλλιζα δύο κουβέντες, αν μου απευθυνόταν, ενώ όλη την υπόλοιπη ώρα τον κοίταζα σαν χάνος κι από απόσταση. Πρώτη φορά ένιωθα έτσι, εκτός εαυτού και δεν εμπιστευόμουν τις αντιδράσεις μου απέναντί του.

Ένα βράδυ χαλαρώναμε στο σπίτι της φίλης μου κι έτυχε να μιλήσουν στο τηλέφωνο. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα και χρειάστηκε να κρατήσει τη σκυλίτσα της να μη φύγει, οπότε μου ζήτησε να μιλήσω μαζί του για δύο λεπτά. Κοκάλωσα. Μου κρέμασε το κινητό στ’ αυτί με το ζόρι. Είπα «γεια», μπέρδεψα τα υπόλοιπα λόγια μου. Ίδρωσαν οι παλάμες μου και στέγνωσε το στόμα μου. Όταν η φίλη μου πήρε το κινητό της πίσω, ήμουν στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού.

Πέρασαν έτσι εφτά μέρες μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας, μετρημένες μία-μία. Κράτησα το στόμα μου πεισματικά κλειστό περιμένοντας να περάσει λίγος καιρός, μήπως και διακριβώσω τι μου συνέβαινε, για να μπορέσω να το μοιραστώ έπειτα.

Την έβδομη μέρα, όμως, τελείωσαν όλα τόσο αιφνίδια όπως ξεκίνησαν. Δεν ένιωθα τίποτα! Δεν ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά (τέσσερα χρόνια ματιές μετά…), όμως σίγουρα υπήρξε το πιο στιγμιαίο αίσθημα που βίωσα ποτέ.

Δεν το εκμυστηρεύτηκα πουθενά, αφού τελικά πέρασε ανεπιστρεπτί κι άλλωστε μου φαίνεται τόσο ανεξήγητο κι αστείο κομμάτι του εαυτού μου. Χρόνια αργότερα το αποκάλυψα στη φίλη μου, που συγκατοικήσαμε ένα εξάμηνο στη μαγευτική Λυόν, αλλά δεν πιάνεται, καθώς τότε εκείνη ήταν απλώς η ξανθή προέκταση του εαυτού μου.

Πλέον, όταν τον συναντάω, κρυφογελάω πάντα μ’ εκείνο το κόλλημα μίας βδομάδας και σκέφτομαι ότι ακόμα μου θυμίζει τον Keanu Reeves. Παιδιά, αλήθεια, δε μοιάζει, αλλά είναι ένα επιπλέον ανεξήγητο κι ας μην το αναλύσουμε περαιτέρω.

Συντάκτης: Μαίρη Ρήγα