Σπάσε με. Κάνε με χίλια κομμάτια. 

Βάλε μου φωτιά. Κόψε μου τα φρένα. Ξεβόλεψέ με. 

Κράτα με στον βυθό σου. 

Δεμένοι όπως είμαστε και οι δυο, δε βλέπω άλλο τέλος. 

Μη με κοιτάς έτσι. Μην απορείς. Πώς είναι δυνατόν να απορείς; Δεν ξέρεις άραγε; Δεν νιώθεις και εσύ το ίδιο; Δεν το βλέπεις; 

Αυτή την αμοιβαιότητα, αυτόν τον παροξυσμό που με τρομάζει και τον σφιχταγκαλιάζω ταυτόχρονα. 

Κανονικά θα το έβαζα στα πόδια, κάποια χρόνια πριν θα απέφευγα και το ενδεχόμενο να το ζήσω. 

Φοβόμουν να ζήσω, άλλη ιστορία. Θα στην πω μια άλλη φορά. Μαζί με όλα τα άλλα. Ίσως. Φορές φορές μας καταδικάζω σε έναν αργό θάνατο. 

Μέχρι να τελειώσει, λέω. Μέχρι να ξεφουσκώσει το μπαλόνι. 

Μέχρι να κουραστείς, ή να κουραστώ εγώ.

Δεν ξέρω να σου απαντήσω γιατί φοβόμαστε την τόση ευτυχία. 

Διάβαζα κάπου, πως έναν άνθρωπο τον μετράς από τη χαρά που φέρνει στη ζωή σου, αν αυτή είναι μεγαλύτερη από τις όχι και τόσο ευτυχισμένες στιγμές και σε σκέφτηκα. 

Σκέφτηκα πως αναπόφευκτα μια μέρα θα πρέπει να αποφασίσουμε. Ο καθένας για τον εαυτό του και οι δυο και για το εμείς. Ένα αόριστο εμείς, ένα πιθανό ή μη πιθανό προσεχές μέλλον. Ο καθένας για την ευτυχία του μακριά από τον άλλον. 

Θα είσαι ευτυχισμένος άραγε; Θα είσαι. Αυτό ελπίζω. Και ψιθύρισα πως ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. 

Κάτι θα πάρω, και κάτι θα μείνει. Εσύ τι θα κρατήσεις άραγε; 

Είναι που δεν πιστεύω πια. Σε τίποτα. Σε κανέναν. Καμιά φορά ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό. 

Πιστεύω μόνο όσα αισθάνομαι μέχρι το κόκαλο. Και αυτό τα σπάει όλα ένα ένα. 

Κάτσε να σου κλέψω ένα τσιγάρο. Lucky Strike. Ίσως σε μια ελεύθερη μετάφραση να είσαι το τυχερό μου χτύπημα. 

Και τυχερό, και χτύπημα δεν ξέρω πως γίνεται. Αντιλαμβάνεσαι την σύγκρουση εννοιών, ε; Όπως αυτή των όσων θέλουμε με αυτά που μας τα απαγορεύουν. 

Επίτρεψέ μου να μη μιλήσουμε όμως για αυτό τώρα. 

Ξέρω πως αποφεύγω να δω την πραγματικότητα. Αλλά στα αλήθεια τι είναι πιο πραγματικό από αυτό που ζούμε; 

Δεν ονειροβατώ. Αν μια φορά έχω κάνει κάτι σωστά είναι που μπήκα σε όλο αυτό το απροσδιόριστο με ορθάνοιχτα τα μάτια. Να μη χάσω την παραμικρή λεπτομέρεια. 

Γιατί στα αλήθεια δεν ξέρω αν αύριο θα είμαι εδώ να σε κοιτάζω.

Και σκέφτομαι τότε πως τις βαθύτερες πληγές τις έχω απ’ τις μάχες που απέφυγα. 

Θα ήθελα να σου γράψω έναν ερωτικό μονόλογο. Σαν αυτόν που σου είχα στείλει. Να προλάβω να σου γράψω, να προλάβω το ενδέχομενο να αλλάξουν όλα. Ούτε πολύ μελό ούτε απομακρυσμένος από το συναίσθημα. 

Να σου πω πως αγαπάω τα μαλλιά σου, τα χείλη σου, τα μάτια σου, τα χέρια σου, τα πρωινά του Σαββάτου για δύο.

Για τις ταινίες που σε αναγκάζω να δεις και αυτές που βλέπω για να σου πω τη γνώμη μου, να σου πω πως εύχομαι να σε ήξερα από πάντα, και να σου κλέβω τα τσιγάρα σου, και να γκρινιάζεις που δεν το κόβω, και να σου παίρνω δώρα που δε θέλεις, και να με κρατάς στο κρεβάτι όταν πρέπει να φύγω, και να μιλάμε μέχρι τις τρεις τα ξημερώματα, και να σου εξηγώ όσες λέξεις δεν καταλαβαίνεις χωρίς να μου το ζητήσεις, και να σου πω “και εγώ” όταν μου γράφεις αυτά τα σ’αγαπώ, και πως δε βλέπω τέλος και να μην τρομάξεις. Και ακόμη και αν δεν τα καταφέρουμε να ζήσουμε αυτό το μαζί, ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς, απαιτήσεις και όρους, να το έχεις να πορεύεσαι, και να μη χάνεις ποτέ το θάρρος σου. Και να θυμάσαι πως όλα μπορούν να συμβούν.

Μαζί ή χωρίς εμένα. 

Συντάκτης: Μαρία Κωφίδου