Ποτέ δε μου άρεσαν οι κοντοί. Πάντα ερωτευόμουν τους ψηλότερους. Λένε πως αν βρεις κάποιον πιο μαζεμένο, στο ύψος σου ας πούμε, εκμεταλλεύεσαι το πλεονέκτημα να τον κοιτάς ευθεία μες στα μάτια. Το να σηκώνεσαι, όμως, στις μύτες των ποδιών για να φτάσεις τα χείλη του και να είσαι το κοριτσάκι του; Σαν αυτό δεν έχει.

Τα μεγέθη υπήρξαν πάντα για ‘μένα ένα παράξενο κώλυμα, αδιαπραγμάτευτο. Ό,τι θέλει ας είναι, κοντός μόνο να μην είναι. Μέχρι που βρήκα το μοναδικό λόγο για τον οποίο αξίζει μια παραχώρηση. Να φοράς τα ρούχα του. Να μπορείς πράγματι να φοράς τα ρούχα του. Να φαίνεται και πάλι ότι είναι τα δικά του, χωρίς ωστόσο να ψάχνεσαι μέσα στ’ άπειρα εκατοστά υφάσματος. Να μη φαίνεσαι αστεία, να είσαι πάντα εσύ, εκείνος κατάσαρκα πάνω σου κι όλος ο άλλος κόσμος έξω και πέρα από εσάς.

Τώρα κατάλαβα τι πάει να πει να ταιριάζεις στον άλλον. Να «κουμπώνετε», όπως αρέσει σε πολλούς να λένε. Δε θα τη διάλεγα σαν έκφραση, ωστόσο συμμερίζομαι το νόημα. Η σχισμή είναι κομμένη ακριβώς όσο να χωρέσει το κουμπί να περάσει και να κλείσει μ’ ασφάλεια το ρούχο. Είναι το σωστό. Έτσι μοιάζει κι ο τρόπος που ταιριάζουν τα μέτρα μας· σωστός.

Βγαίνουμε απ’ το ντους και σε παίρνω αγκαλιά στη μέση στο χαλάκι. Ευθυγραμμίζω τα πόδια μας, ισιώνω τις κοιλιές μας, δένω τα χέρια μου γύρω απ’ το στήθος σου κι ακουμπάω το σαγόνι στον ώμο σου. Σχολιάζεις ότι αγκαλιαζόμαστε κάθε φορά σαν τις καμηλοπαρδάλεις κι εγώ χαμογελάω μες στο λαιμό σου. Χαίρομαι που η αγαπημένη μου αγκαλιά απέκτησε παρατσούκλι κι εντυπωσιάζομαι ακόμα μια φορά που δε μ’ ενοχλούν οι αναλογίες μας.

Έπειτα, προχωράω στο υπνοδωμάτιο και παίρνω την μπλούζα σου από εκεί που την είχα πετάξει, καθώς σ’ έγδυνα προηγουμένως. Τη φοράω πάνω απ’ τα εσώρουχα κι οι άκρες των μαλλιών μου τη γεμίζουν στάμπες νερό. Πριν στην επιστρέψω, την ποτίζω μ’ εμένα. Μη νομίζεις, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Κόλπα παλιά και δοκιμασμένα, για να μη φεύγω ποτέ απ’ το μυαλό σου.

Όταν σηκωνόμαστε πεινασμένοι απ ‘το κρεβάτι και χωνόμαστε στην κουζίνα να μαγειρέψουμε, ποτέ δε θα ρίξω το πουκάμισό σου στους ώμους μου. Δεν είμαι μοιραία γυναίκα του Hollywood· είμαι σε μια πραγματικότητα, στην οποία πάντα θα επιλέξω τη φαρδιά σου φόρμα να πέφτει χαμηλά στη μέση, εκεί που τελειώνει το κολλητό μου μπλουζάκι κι αφήνει να φανεί μια υποψία εσωρούχου. Θα μείνεις εσύ με το μποξεράκι και τις γυμνές σου γάμπες, που αγαπώ, για τα μάτια μου μόνο. Και με τις κάλτσες, που σε κάνουν να μοιάζεις αστείος και μικρός και σκανταλιάρης.

Όσες φορές μένω σπίτι σου και δεν ξέρω τι να βάλω, ανοίγω την ντουλάπα και χαζεύω τις κρεμάστρες. Συχνά θα καταλήξω με κάποιο φούτερ σου πάνω απ’ τα τζιν μου και τα μανίκια τραβηγμένα χαμηλά, να χουχουλιάζουν τα δάχτυλά μου. Είμαι ικανοποιημένη, γιατί έχω την οικειότητα πια να δείχνω μ’ αυτό τον τρόπο ότι είσαι δικός μου. Είσαι ικανοποιημένος, γιατί βρίσκεις έτσι την ευκαιρία να δείξεις σ’ όλους ότι είμαι δική σου. Όλοι χαρούμενοι.

Το πιο πολύτιμο που έχω κερδίσει είναι τις νύχτες που μένω μόνη μου. Δεν έχω τα χέρια και τα πόδια σου στο κρεβάτι. Δεν έχω ούτε καν τη φωνή σου στ’ ακουστικό. Τότε γίνομαι ανήσυχη και τριγυρνάω στο σπίτι όλο εκνευρισμό. Μου έχεις αφήσει μια ζακέτα σου. Την έχω κρεμασμένη σ’ εμφανές σημείο. Λες ότι πάντα τη βρίσκεις έξω έτοιμη να τη φορέσεις. Λέω ότι την αφήνω έξω, για να μπορώ να τη χαζεύω οποιαδήποτε στιγμή. Τ’ ανήσυχα βράδια είναι ο τρόπος μου να ηρεμώ. Την ξεκρεμάω απαλά, τη φοράω αργά και κουμπώνω το φερμουάρ μέχρι πάνω. Χώνω τη μύτη από μέσα και τραβάω τζούρες απ’ τη μυρωδιά σου. Δεν είσαι εσύ, αλλά είναι από ‘σένα.

Μ’ αρέσει πολύ να φοράω τα ρούχα σου. Για την ακρίβεια το λατρεύω. Είναι απ’ τις αγαπημένες μου συνήθειες. Δεν ξέρω αν στα μάτια σου φαίνεται κολακευτικό ή σέξι ή ό,τι άλλο. Για μένα καμιά φορά γίνεται ανάγκη. Ένας μικρός παραλογισμός, που ντρέπομαι να σου εξηγήσω.

Είναι φορές που σε θέλω τόσο πολύ, που δε μου φτάνεις να σ’ έχω δίπλα μου. Σε θέλω πάνω μου παντού, ν’ ανακατεύονται οι μυρωδιές μας τόσο, που να μην ξεχωρίζω πια αν είσαι εσύ ή αν είμαι εγώ. Κι εσύ κάθεσαι αμέριμνος στο άλλο μπράτσο του καναπέ, μπλέκοντας απλώς τα πόδια σου στα δικά μου, ανίδεος για τις σκέψεις μου κι ασφαλής για όσο έχω το ρούχο σου φορεμένο πάνω μου.

Κι είναι κι οι άλλες φορές που μου λείπεις. Μου λείπεις τόσο, που δεν αντέχω στο ίδιο σώμα με το μυαλό μου που σε σκέφτεται. Που θέλω ν’ αρπάξω το τηλέφωνο και να σου τσιρίξω «έλα, γαμώ το στανιό, έχω αρχίσει να μην μπορώ». Αλλά, η ψωροπερήφανη, δεν το κάνω. Βουτάω μόνο τα ρούχα σου και τα φοράω σαν μανιακή, να νιώσω την αύρα σου να μ’ αγκαλιάζει από πίσω, κάτω απ’ το στήθος, γύρω απ’ τη μέση.

Πού να στα πω όλα αυτά; Κι αν σκιαχτείς; Κι αν τρομάξεις; Δες με απλώς να φοράω τα ρούχα σου. Μετά το μπάνιο. Μετά το σεξ. Στη βόλτα. Στις μοναχικές νύχτες. Τώρα που γράφω. Και φοράω το φούτερ σου. Και την κουκούλα σου. Και σαν ληστής κακοποιός κλέβω λίγη απ’ την αύρα σου, να φτιάξω μερική έμπνευση, να γράψω κάτι όμορφο, να σε θυμίζει.

Επιμέλεια Κειμένου Μαίρης Ρήγα: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Μαίρη Ρήγα