Στις συναναστροφές μας με ξένους, διαχρονικά, δεν εκλείπει εκείνη η καχυποψία, εκείνη η αμηχανία στα πρώτα βλέμματα. Δεν περιμένουμε τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από αυτούς, παρά να μας δείξουν τον χειρότερό τους εαυτό. Μόνο γι’ αυτό ίσως να ‘μαστε προετοιμασμένοι, για το πιο άσχημο σενάριο.

Αυτό γιατί ξέρουμε απ’ τους κοντινούς μας τι να περιμένουμε, τους έχουμε κατατάξει σε στάνταρ στερεοτυπικά πρότυπα και με δεδομένα χαρακτηριστικά βγάζουμε βιαστικά (κι ίσως αυθαίρετα) συμπεράσματα. Δύο άσχημα περιστατικά αρκούν για να τσουβαλιάσουμε άγνωστα πρόσωπα με βάση γνώριμες εκφράσεις και συμπεριφορές. Μας απωθούν οι εμπειρίες που μας θυμίζουν τοξικές φυσιογνωμίες του παρελθόντος μας κι αναδύουν συναισθήματα αρνητικά φορτισμένα, περασμένα μα όχι ξεχασμένα. Ο στιγματισμός, έτσι, των προσώπων που αποτελούν νέες αφίξεις στη ζωή μας είναι δεδομένος κι οριακά αναπόφευκτος.

Τα δεδομένα αλλάζουν και παραμένουμε παροδικά στη γυάλα μας, μέχρι να μας προσεγγίσει κάποιος. Η λύση ίσως να ‘ναι μία: να παραχωρήσουμε χρόνο στις προσωπικότητες να εξελιχθούν και να μας χαρίσουν αυτό που έχουν. Να δείξουν τα στοιχεία που μαγνητίζουν και τραβούν το ψάρι απ’ τη γυάλα. Θέλει προσπάθεια να μπορέσει κάποιος να φέρει τη ζυγαριά στα ίσια, όταν βάζουν το χέρι και πιέζουν με δύναμη γέρνοντάς την προς τα αρνητικά πρόσημα. Θέλει προσπάθεια να αφήσεις τον άλλο να ξεδιπλωθεί. Θέλει τσαλάκα και μπόλικη επιμονή, αν θες να προσεγγίσεις τους φοβισμένους κι επιφυλακτικούς ανθρώπους. Γιατί δεν υπήρξαν αγρίμια όταν έπρεπε, και τώρα είναι μονίμως έτσι. Στέκονται απόμακροι απ’ τις πόρτες που ανοίγουν και κλείνουν και δεν τολμούν να μπουν, παρά περιμένουν να διώξουν.

Γιατί η ασφάλεια έρχεται πρώτη γι’ αυτούς και θα κάνουν τα πάντα για να τη διατηρήσουν. Τα αγρίμια θέλουν εξημέρωση κι η εξημέρωση θέλει χρόνο. Είναι δύσκολο να προσεγγίζεις αυτούς που θεωρήθηκαν εύθραυστοι, επειδή για μια ή δυο φορές αποφάσισαν να κάνουν υποχωρήσεις και να δείξουν την ευαίσθητη πλευρά τους. Το γυαλί ραγίζει και μια πικρή γεύση τους συνοδεύει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να ‘ρθει κάποιος να τους την αλλάξει.

Μερικές φορές, όταν απομονώνεσαι ξεχνάς πώς να μιλήσεις, πώς να ‘ρθεις σε επικοινωνία με τον άλλον. Απλά κανείς μονολόγους. Δε θες να ακούς, αλλά να σε ακούσουν. Απ’ την αντίπερα όχθη, οι κακοί ήταν εκείνοι που εκμεταλλεύτηκαν τα θετικά γι’ αυτούς πρόσημα κι επέλεξαν τον εαυτό τους αντί για το «μαζί». Δίστασαν ή δεν επέλεξαν να ανταποδώσουν και διέπρεψαν φορώντας τις μάσκες τους.

Αλλά δεν είναι όλοι ίδιοι. Δεν έχουν όλοι τόσα λίγα να προσφέρουν και δεν μπορούν όλοι να προσφέρουν τα ίδια. Είναι δύσκολο να περιμένεις τα αντίστοιχα και δεν μπορείς να μη ζυγίζεις. Δε θες να αυτό-αποκαλείσαι «αχάριστος», ούτε να σκέφτεσαι τι να δώσεις και τι θα πάρεις πίσω, γιατί δε μιλάμε για συναλλαγές. Μιλάμε για πανάκριβες συμβάσεις σχέσεων που υπογράφονται με τη συνέπεια του άλλου. Αλλά υποτίθεται ότι η συνέπεια αυτή είναι δεδομένη κι αμοιβαία. Υποτίθεται ότι αυτές οι συμβάσεις ισχύουν ανεξαρτήτως συνθηκών κι η φυσική παρουσία δεν αποτελεί πολυτέλεια για τον άλλον. Το να ‘σαι εκεί για κάποιον είναι το μέγιστο κίνητρο για ό,τι αφορά σχέδια και πλάνα.

Όλοι θέλουν πρωταγωνιστές και κομπάρσους που θα ‘ναι με τους καλούς και τους κακούς ή κι αμφότερους. Όλοι μπορεί μέσα στις σκηνές να αλλάζουν και να παίζουν τους δικούς τους ρόλους. Μην ξεχνάς ότι κανείς δεν είναι κακός, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

Συντάκτης: Θεόδωρος Σωτηρόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη