Σου ‘χει τύχει ποτέ να βρεθείς ανάμεσα σε δύο ανθρώπους; Σου ‘χει τύχει ποτέ εκεί που μόλις έκανες μια νέα αρχή, να εμφανίζεται απ’ το πουθενά το παρελθόν σου;

Όχι οποιοδήποτε παρελθόν, αλλά εκείνος ο ένας που μιλάνε γι’ αυτόν όλα τα τραγούδια κι όλα τα μεθυσμένα ξενύχτια σου. Εκείνος που έβριζες, έκραζες, –τάχα– σιχαινόσουν κι ορκιζόσουν πως ούτε με υπουργικό διάταγμα δε θα ‘σουν ξανά μαζί του. Εκείνος που ούτε οι φίλοι ούτε η οικογένεια εγκρίνουν, που σου φωνάζουν να μην ξανά ασχοληθείς μαζί του. «Μαλάκα» τον ανεβάζουν, «αχάριστο» τον κατεβάζουν, αφού εξαιτίας του σε είδαν στα χειρότερά σου.

«Ποτέ ξανά» λες αλλά το «ποτέ» –όπως και το «πάντα»– είναι ύπουλες λέξεις. Πονάνε εκείνον που τις ακούει αλλά κι εκείνον που τις ξεστομίζει. Δεν είναι ψέμα, τις εννοείς όταν τις λες, ή τουλάχιστον έτσι νομίζεις, απλώς είμαστε πολλοί μικροί μπροστά στην αιωνιότητα, τελικά, κι έτσι καταλήγουν να γελούν μαζί μας.

Μη νομίζεις πως σου έλεγα ψέματα όταν με κοίταζες στα μάτια και με ρώταγες τι θα κάνω ποτέ αν γυρίσει. Δε σε κορόιδευα, δεν ήθελα να γυρίσει. Ήθελα να ξεχάσω, δεν ήθελα να σ’ αφήσω, δεν ήθελα να σε πληγώσω. Προσπαθούσα μαζί με σένα να πείσω τον εαυτό μου πως όλο αυτό είχε τελειώσει. Το έκανα τόσο καλά μάλιστα, που στο τέλος όντως το πίστεψα το ψέμα μου.

Κι είμαι ευγνώμων για όσα ζήσαμε, όσα είσαι κι όσα μου πρόσφερες, για το πόσο μου στάθηκες. Ακόμη θυμάμαι τα βράδια μας, τα γέλια, τις βόλτες, τα ποτά, τις διακοπές, τις ζήλιες και τις ανασφάλειές σου. Θυμάμαι να σου λέω με υπεροψία πως δεν είμαι σαν τις άλλες κι εσύ να μη βγάζεις άχνα, δε με επιβεβαίωνες ούτε με αναιρούσες.

Ξέρω πως τώρα πια όταν κλείνεις την πόρτα του σπιτιού σου, όταν βγαίνεις για ποτό και μεθάς πιστεύεις πως, τελικά, ήμουν κι εγώ σαν όλες τις άλλες που πέρασαν απ’ τη ζωή σου -αν όχι χειρότερη. Μόνο που εγώ σου σερβίρω τη γυμνή αλήθεια μου κι έχω τα κότσια να στα πω όλα, κι αυτό ίσως με κάνει κάπως διαφορετική. Άλλωστε, ξέρω πως κι εσύ πονάς και πως με σκέφτεσαι -κι ας το κρύβεις.

Δε θα σου ζητούσα ποτέ να με αφήσεις να το ζήσω, δε θα σου έλεγα ποτέ να με περιμένεις να γυρίσω. Μόνο που μ’ άγγιξε άλλος, για εσένα τελείωσα, το καταλαβαίνω. Αυτό ήθελα, να φύγεις από εμένα, αφού δεν μπόρεσα στιγμή να σου δώσω όσα μου έδωσες εσύ. Και πώς να στα ‘δινα, μωρέ; Μεταξύ μας, κοροϊδευόμαστε; Ξέρεις καμία καρδιά ταγμένη να μπορεί να χτυπήσει για άλλο σώμα;

Γνώριζες τι ήταν εκείνος για εμένα, όλα στα είχα πει. Θυμάσαι τι μου είχες πει κάποτε; «Μετά από αυτόν, να πας πού;». Τότε δεν είχα καταλάβει τι εννοούσες, τώρα το ζω. Ήξερες ότι είχε γυρίσει στη ζωή μου κι ας μη στο έλεγα. Έβλεπες να με παίρνει μέσα απ’ τα χέρια σου και δεν έκανες τίποτα. Σου φώναζα, είχα νεύρα, εξαφανιζόμουν για να σκεφτώ, αρνούμουν να ‘ρθω να σε βρω κι εσύ έκανες πως τάχα μου δεν καταλαβαίνεις.

Τον απέφυγα όσο μπορούσα, έκανα τη σκληρή, αδιαφόρησα, τα έβαλα κάτω, το συζήτησα, μα όταν με κοίταξε στα μάτια, ένιωσα πως μετά από καιρό ζω ξανά. Είχες δίκιο. Πού πάω;

Αν νομίζεις πως αυτή η απόφαση μου ήταν εύκολη, μάθε πως δεν ήταν. Πως έχω τύψεις, πως πονάω για ό,τι σου προκάλεσα, πως το τελευταίο που ήθελα ήταν να σε πληγώσω, πως δεν είμαι, ρε γαμώτο, ένα ρομπότ χωρίς αισθήματα, όπως ίσως να νομίζεις. Γιατί κι εγώ ένιωσα, γιατί κι εγώ σε αγάπησα, αλλά ποτέ δεν κατάφερα να σε ερωτευτώ.

Μακάρι να μπορούσα γυρίσω το χρόνο πίσω και να μη σου έλεγα ούτε μία λέξη, από αυτές τότε ξεστόμιζα αβέρτα. Να μην είχα δει τι είσαι πραγματικά, να μην το είχαμε ζήσει όλο αυτό, να μη σε γνώριζα, να μη σε άφηνα, να μη σε πλήγωνα.

Δε ζητάω καμιά συγχώρεση, αν υπάρχει κάρμα, όπως λένε, θα ‘ρθει κάποια στιγμή να με βρει και τότε θα το πληρώσω και θα του αφήσω και τα ρέστα. Ούτε στιγμή, όμως, δε μετανιώνω γι’ αυτό που έκανα κι ας πονάει, γιατί δεν έχει βρεθεί ακόμη ο άνθρωπος που δε θα χώριζα για να ‘μαι μαζί του…

Συντάκτης: Μάρω Καλλιοντζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη