Σου εχει τύχει ποτέ εκεί που περπατάς ανάμεσα στον κόσμο να νομίζεις πως βλέπεις κάποιον; Κάποιον άλλον από αυτόν που πραγματικά αντικρίζουν τα μάτια σου. Κάτι στον θύμισε, τα μαλλιά, το περπάτημα, το ντύσιμο, το στυλάκι του ρε παιδί μου. Ή εκεί που βρίσκεσαι σε έναν χώρο, σε μια δημόσια υπηρεσία, σε ένα θέατρο, σε ένα πάρτι, στο αμφιθέατρο της σχολής, να μυρίζεις από το πουθενά ένα πολύ γνώριμο άρωμα. Μια μυρωδιά που σε γυρνάει πίσω στον χρόνο και ξεπηδούν αναμνήσεις στο μυαλό σου.

Κάποτε κούρνιαζες στην αγκαλιά κάποιου που φορούσε εκείνο το άρωμα, τον έβλεπες να ψεκάζεται μπροστά σου και του φώναζες να βάζει λιγότερο. Τη δύναμη έχει μια μυρωδιά ε; Πόσο συνδυασμένη την έχουμε με ανθρώπους που πέρασαν κάποτε από τη ζωή μας, όσα χρόνια κι αν περάσουν πάντα θα θυμόμαστε εκείνον τον πρώτο που μας την έμαθε.

Ή όταν μιλάμε στο τηλέφωνο με έναν υπάλληλο τηλεφωνικού κέντρου και νομίζουμε ότι ακούμε κάποιον άλλον. Ήταν τότε που το κινήτο χτυπούσε μέρα-νύχτα κι όλη την ώρα είχες το ακουστικό κολλημένο στο αυτί σου. Μοιραζόσουν τα πάντα, συζητούσες, γελούσες.  Έπαιρνες τηλέφωνο, ό,τι ωρα ήθελες, χωρίς άγχος και περιορισμούς. Τίποτα δε σε κρατούσε πίσω σε αντίθεση με τώρα.

Μια πλέον άγνωστη φωνή, που δεν είναι λίγες οι φορές που νομίζεις πως την ακούς ακόμα κι όταν είσαι ολομόναχος. Που την μπερδεύεις και στο τέλος απλως συνειδητοποιείς πως απλως μοιάζει και δεν είναι η ίδια. Είναι εκείνη η χροιά που θες να την ακούς, μόνο και μόνο για να ηρεμείς, εκείνη που ηχούσε στ’ αυτιά σου καλύτερα από κάθε άλλη. Σου λείπει εκείνη η φωνή, εκείνη η μυρωδιά, τα μάτια, το σώμα, τα φιλιά, εκείνος ο άνθρωπος, εκείνο το συναίσθημα. Μόνο όταν αρχίζεις να βλέπεις πράγματα που δε συμβαίνουν, μόνο όταν όλα εκείνα που θυμάσαι, ξαφνικά αντανακλούνται στα μάτια σου, πάνω σε άγνωστους ανθρώπους. Μόνο τοτε καταλαβαίνεις πόσο πραγματικά κι ουσιαστικά σου έχει λείψει κάποιος.

Μην προσπαθήσεις να βρεις κάποιον που κάτι απ’ τα παλιά θα θυμίζει γιατί θα αποτύχει παταγωδώς η προσπάθεια σου. Μην γυρίσεις πίσω αν κανείς δε σε περιμένει, γύρνα αν όμως ακόμα κάτι σώζεται. Σταμάτα να αφήνεις το μυαλό να παίζει μαζί σου, είναι μεγάλος ο πόνος όταν μας λείπει κάποιος.

Εστιάζουμε μόνο σ’ όσα λαχταράμε, ανίκανοι να προχωρήσουμε, ακινητοποιημένοι στο ίδιο σημείο παρακολουθούμε σαν θεατές τις ζωές των άλλων, ελπίζοντας πως κάπου εκεί θα βρούμε σημάδια που θα βιαστούμε να βαφτίσουμε καρμικά και που θα μας καλούν σε ό,τι λαχταράμε. Οι ξένες φωνές, τ’ αρώματα, τα βλέμματα, τα μαλλιά, τα παλτο, τ’ αυτοκίνητα κι οι βηματισμοί των άλλων πάντα θα μας μπερδευούν και θα θυμίζουν τα άλλοτε γνωριμά. Πάντα όσο επιμένουμε να μένουμε αμετακίνητοι. Στο μεταξύ όμως η ζωή προχωράει και είτε μας αρέσει είτε όχι, δεν περιμένει πότε θα πάψουμε εμείς να την μπερδεύουμε.

Περπάτα.

Συντάκτης: Μάρω Καλλιοντζή
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά