«Σε αποφεύγω!» Να! Το’πα, έφυγε από πάνω μου.

«Έφυγε όμως στ’αλήθεια;», με ρωτάει η αντανάκλασή μου στον καθρέφτη. Εδώ έφτασα να μιλάω με τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Βαθιές εξομολογήσεις σε ώρες περασμένες κοιτάζοντάς με στα μάτια. Με βλέπω κάθε μέρα αλλά τις περισσότερες φορές δε με βλέπω ουσιαστικά. «Σε αποφεύγω!», το ξαναλέω με θυμό, με ένταση, με γινάτι μέσα στο μπάνιο μου, ούτε καν στο υπνοδωμάτιό μου δεν τολμώ να το ξεστομίσω.

Κι αν με ρωτήσεις ευθέως αν σε αποφεύγω θα χαχανίσω δυνατά και θα σε ρωτήσω αν είσαι βλαμμένο. Κι αφού κερδίσω μερικά δευτερόλεπτα θα μαζέψω όση ικανότητα έχω να λέω ψέματα -και πίστεψέ με έχω μεγάλη ικανότητα- και θα σε ρωτήσω πίσω για αντιπερισπασμό: «Γιατί να σε αποφεύγω καλέ; Απλά, έχω πήξει στη δουλειά!». Νομίζω αυτό θα λύσει την απορία γιατί έχω χαθεί από τις κοινές συναντήσεις τον τελευταίο καιρό. Η αλήθεια όμως θα κρύβεται κάπου εκεί πίσω από τα ψέματα. Κάθε καταρράκτης που πέφτει με ορμή, κρύβει πίσω από την ορμή του κάτι σαν κρύπτη κι αν τη βρεις τότε τον δάμασες. Εσύ τη βρήκες την κρύπτη, αλλά δε θα στο πω ποτέ αυτό. Γι’αυτό και τα ψέματά μου πρέπει να είναι ακόμη πιο πειστικά.

Σε αποφεύγω και σίγουρα όχι γιατί μου είσαι αδιάφορος αλλά γιατί τρέμω στην ιδέα  ότι δε θα με συγκρατήσω όταν σε δω. Βλέπεις κάθε φορά που σε βλέπω θέλω να σου φωνάξω πως είσαι βλάκας. Βλάκας που νομίζεις ότι συμβαίνει πολλές φορές δύο άνθρωποι να ταιριάζουν τόσο πολύ, να συμπληρώνει ο ένας τη σκέψη του άλλου, να καταλαβαίνει ο ένας το σαχλό χιούμορ του άλλου. Βλάκας που πιστεύεις ακόμη πως  αυτό θα ήταν κάτι που θα ξανάπιανα μετά που με ανάγκασες να το αφήσω.

Κάθε φορά που μπαίνω σε ένα από τα μαγαζιά που συχνάζεις,  κοντοστέκομαι στην πόρτα, παίρνω μια βαθιά ανάσα και μπαίνω μέσα με απροθυμία. Παγώνω για μερικά δευτερόλεπτα, η καρδιά σφίγγεται στιγμιαία, μέχρι να σκανάρω όλο το χώρο και να βεβαιωθώ πως δεν είσαι εκεί. Μετά ησυχάζω, μου χαϊδεύω νοητά και συγκαταβατικά το κεφάλι,  σαν μάνα που κατευνάζει το φόβο του παιδιού της. Η αγωνία περνά αλλά τη διαδέχεται μια μικρή απογοήτευση που δε θα σε δω. Αχ Θέε μου, πόση αντίφαση να βιώσω σε κλάσματα δευτερολέπτου;

Σε αποφεύγω γιατί κάθε φορά που σε βλέπω τσιγκλάς κάτι μέσα μου, πατάς ένα κουμπάκι και σάν σκηνή από ταινία, οι τοίχοι αρχίζουν να δονούνται, η εικόνα αλλοιώνεται και ξαφνικά μια τρύπα με ρουφάει στο παρελθόν. Ταξιδεύω πίσω σε εκείνη τη νύχτα που ο χρόνος σταμάτησε για λίγο και το μόνο που θυμάμαι είναι τα χείλη σου. Αυτά όλα θέλω να ξεχνάω αλλά η παρουσία σου μου τα θυμίζει.  Βλέπεις, δε χρειάζεται να ήσουν ζευγάρι με κάποιον για να θέλεις να τον αποφύγεις. Αρκεί που άγγιξε κάπου, αρκεί που έτσουξε ένα μικρό, τοσοδούλικο κομματάκι μέσα σου.

Σε αποφεύγω γιατί σε φοβάμαι. Αθόρυβα και διακριτικά απορρίπτω προτάσεις από φίλους και γνωστούς όταν πιστεύω ότι θα είσαι κι εσύ εκεί. Κι ας νομίζουν όλοι πως είναι όλα καλά, πως είμαι αλλού, πως δεν έγινε και κάτι. Αποφεύγω το σώμα σου και το βλέμμα σου. Εγώ ξέρω ποια είναι η αλήθεια μου, πόσο αγωνίζομαι να μην διασταυρώνεται το βλέμμα μου με το δικό σου, λες κι αν τα βλέμματά μας συναντηθούν κάπου στο κενό θα με δεις και πάλι γυμνή.

Σε αποφεύγω γιατί έχεις σημασία. Αποζητώ τη σημασία σου ακόμη και στην απουσία σου. Μη με ρωτήσεις αν σε αποφεύγω γιατί θα το αρνηθώ, θα υποκριθώ, θα περισώσω τον εγωισμό και την περηφάνια μου, θα παίξω το ρόλο της femme fatale. Κι αν η εξομολόγηση αυτή σε κάνει να νιώθεις καλά με τον εαυτό σου, εμένα καθόλου. Θα συνεχίσω να σε αποφεύγω, μέχρι να μην τσούζεις πια, μέχρι να μην φοβάμαι, μέχρι να μην έχεις καμία απολύτως σημασία.

Συντάκτης: Εύη Πηλαβάκη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά