«Σου γράφω ένα γράμμα, όχι πως θέλω να στο δώσω, να έτσι για να μιλήσω λίγο μαζί σου.» Σήμερα θα γράψω για εσένα, σήμερα θα με καταλάβουν οι μόνοι. Πόσοι μόνοι υπάρχουν ε; Κι αφού όπως λένε υπάρχουν τόσοι μόνοι, γιατί υπάρχουν τόσοι μόνοι;

Γιατί ο άνθρωπος είναι παράξενο πλάσμα, έχει μάθει να αγαπάει το παρελθόν του. Όσο κι αν τον πλήγωσε, όσα δάκρυα κι αν έπεσαν, όσο κι αν το μισεί. Αρνούμαστε να δεχτούμε την μοναξιά ό,τι κι αν λέμε. Έτσι ζούμε καθημερινά με τις αναμνήσεις μιας κάλπικης ευτυχίας. Ο πραγματικός μας εχθρός, βρίσκεται στα μύχια της ίδιας μας της ψυχής.

Έχω γράψει τόσα πολλά για εσένα, τόσες πολλές φορές και το περίεργο είναι πως δεν τα διάβασες ποτέ, μα σήμερα θα σε αφήσω να μάθεις. Αφού δεν άφησες ποτέ εμένα, θα στην κάνω εγώ τη χάρη. Αλήθεια, θα μάθω ποτέ για αυτές τις αλλόκοτες συμπεριφορές σου; Θα μάθω γιατί πάντα έφευγες, γιατί ποτέ σου δεν έκανες όσα εγώ για εσένα; Πνιγμένη απ’ τον καπνό μέσα σε ένα άδειο σπίτι, πολεμάω με τους τέσσερις τοίχους.

Σου γράφω, με διαβάζεις; Εσύ άραγε γράφεις για εμένα κι αν ναι, γιατί δεν το μαθαίνω; Πόνεσες άραγε ποτέ σου για εμένα, έκλαψες, ούρλιαξες, είχες νεύρα απ΄το πρωί μέχρι το βράδυ; Μιλούσες για εμένα, έπινες για εμένα;

Ένα μήνυμα, στείλε μου ένα μήνυμα, ό,τι μπούρδα κι αν μου γράψεις εγώ θα καταλάβω. Όχι άλλη σιωπή, με κούρασε η σιωπή. Βαρέθηκα να θέλω να σου μιλήσω και να μην μπορώ. Δεν έχω περιθώριο να κάνω το βήμα, το ξέρεις. Καν’ το για εμένα μια φορά. Στείλε μου ό,τι θες, ό,τι ώρα κι αν είναι -δεν κοιμόμασταν ποτέ νωρίς εμείς οι δυο. Μου έχει μείνει ακόμη αυτό το κουσούρι, τότε όμως είχα κάτι να κάνω. Τι κι αν δεν ήσουν εδώ, εγώ έτσι ένιωθα.

Περίμενα με το κινητό στο χέρι, με έπαιρνε ο ύπνος και πεταγόμουν με τη δόνηση. Οι φίλοι φώναζαν πως είμαι κολλημένη σε μια οθόνη. Και τώρα το πετάω και το ξεχνάω όπου να ‘ναι. Ξυπνούσα και νευρίαζα αν δεν έβλεπα μήνυμά σου για  «καλημέρα». Δεν έπεφτα για ύπνο αν δεν μιλούσαμε. Αν θες να ξέρεις δεν έχει περάσει ούτε ένα γαμημένο βράδυ, που να μη σου έχω πει «καληνύχτα» κι ας μη το άκουσες ποτέ εσύ.

Η οθόνη δεν ανάβει πια κι αν ανάβει δεν είσαι εσύ. Χτυπάει μήνυμα και δεν κοιτάω καν αν είναι το δικό μου, γιατί ξέρω πόσο δειλός είσαι, πόσο εγωιστής είσαι. Η ώρα είναι πέντε κι εγώ σε σκέφτομαι και σου μιλάω κι εσύ δεν απαντάς. Είσαι για ποτό, έχεις βγει, καυλαντίζεις, πίνεις, μιλάς με άγνωστες -με μένα, τι;

Τι περιμένεις; Στείλε μου! Τώρα, ναι, που έχεις πιει. Βγάλε από μέσα σου όλα αυτά που νιώθεις για εμένα, μην αφήσεις άλλο το σαράκι να σε τρώει. Βρίσε με, πες μου πως εγώ φταίω για όλα. Πες μου συγγνώμη που με πλήγωσες, πες μου ότι σου έχω γαμήσει τη ζωή και τον εγκέφαλο. Πες μου ότι με αγαπάς, ή ότι με σιχαίνεσαι ή ότι σου λείπω.

Μόνο κάνε κάτι. Έχω σκάψει τόσο την ψυχή μου για εσένα που ό,τι κι αν μου γράψεις θα πέσει μέσα. Λέγε λοιπόν, έχεις πιει αρκετά για να στείλεις; Δε θέλω άλλο τίποτα, μόνο ένα μήνυμα κι ας είναι και μεθυσμένο. Για την ακρίβεια μεθυσμένο το θέλω περισσότερο.

Θέλω το αλκοόλ να ρέει μέσα στο σώμα σου και το στόμα σου να ξεστομίζει αλήθειες που καιρό τώρα έκρυβε στα άπατα της ψυχής. Γιατί θα είναι η μοναδική φορά που το μυαλό σου θα είναι λιάρδα κι η καρδιά σου νηφάλια. Κι εμένα μετά από όλα αυτά μου αξίζει τουλάχιστον ειλικρίνεια.

Ξημέρωσε κι εσύ ακόμη δεν έχεις στείλει, έτσι έκανες πάντα, έστελνες όταν εγώ δεν το περίμενα. Πάλι το ίδιο θα κάνεις, θα στείλεις όταν εγώ θα είμαι αλλού, όταν δε θα με νοιάζει πια μα να ξέρεις πως αυτή τη φορά δεν πρόκειται να απαντήσω ό,τι κι αν μου πεις.

Δεν πειράζει, ξέρουμε κι οι δυο πως όταν τα βρίσκεις σκούρα σκέφτεσαι εμένα. Ξέρουμε κι οι δυο πως είμαι η μεθυσμένη σκέψη σου… Και σήμερα πάτησες το γκάζι του αυτοκινήτου και σήμερα ήπιες και σήμερα άργησες να κοιμηθείς.

Πάρε λοιπόν αγκαλιά άλλη μια ανούσια ημέρα σου και πήγαινε για ύπνο. Όνειρα γλυκά.

 

Συντάκτης: Μάρω Καλλιοντζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη