Οι έγκυες γυναίκες αποτελούν μια «ευαίσθητη» ομάδα του πληθυσμού, που έχει αυξημένες διατροφικές ανάγκες. Η εγκυμοσύνη είναι μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από σημαντικές αλλαγές στο σύνολο του οργανισμού. Οι ελλείψεις σε βασικά μακροθρεπτικά όπως οι υδατάνθρακες, οι πρωτεΐνες, τα λίπη, αλλά και τα επίπεδα ασβεστίου, φολικού οξέος, ψευδαργύρου μπορούν να έχουν σημαντική επίδραση στην έκβαση μιας κύησης και στα επίπεδα υγείας του νεογνού.

Επομένως, η διατροφή που θα ακολουθήσει η κυοφορούσα γυναίκα, πρέπει να καλύπτει την ενέργεια και τα θρεπτικά συστατικά που είναι απαραίτητα για τις ανάγκες που αναδύονται κατά την κύηση και τη γαλουχία, όπως είναι η ανάπτυξη νέων ιστών της εγκύου (τον πλακούντα και τον μαζικό αδένα) κι η ανάπτυξη του εμβρύου. Ο ακριβής υπολογισμός των θρεπτικών αναγκών μιας εγκύου αποτελεί μια περίπλοκη διαδικασία. Οι ανάγκες των σωμάτων των εγκύων μπορούν να προσδιοριστούν με βάση τη διατροφή που ακολουθείται και λαμβάνοντας υπόψη περιβαλλοντικούς παράγοντες που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα να μειωθεί η ποσότητα των διαθέσιμων θρεπτικών συστατικών.

 

 

Οι κατευθυντήριες οδηγίες που αφορούν την πρόσληψη βιταμινών και ιχνοστοιχείων κατά την κύηση μπορεί να αποτελέσουν δύσκολο έργο καθώς πολλές φορές η συγκέντρωσή τους επηρεάζεται από τον όγκο αίματος κι από άλλους προσαρμοστικούς μηχανισμούς συνδεδεμένους με την εγκυμοσύνη. Έτσι, αν και μια υγιεινή διατροφή παραμένει το προτιμώμενο μέσο για την ικανοποίηση των διατροφικών αναγκών της εγκύου, συχνά μπορεί να χρησιμοποιηθούν ειδικά συμπληρώματα διατροφής ή κατανάλωση ενισχυμένων διατροφικών προϊόντων, όπως το εμπλουτισμένο με βιταμίνη D γάλα και τα εμπλουτισμένα με φυλλικό δημητριακά.

Μελέτες δείχνουν ότι οι γυναίκες που δεν τρέφονται επαρκώς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχουν αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης μεταβολικών θεμάτων όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης κύησης κι αυξημένη πιθανότητα επιπλοκών κατά τη διάρκεια της κύησης και του τοκετού. Μέχρι σήμερα, οι βασικές οδηγίες ως προς τη θρέψη τους και την εξασφάλιση μιας υγιούς εγκυμοσύνης αφορούν την αποφυγή αύξησης βάρους και την πρόσληψη επαρκών μακροθρεπτικών και μικροθρεπτικών συστατικών.

Ο μητρικός θηλασμός, από την άλλη πλευρά αποτελεί σημαντική συνέχεια μιας πετυχημένης εγκυμοσύνης. Η διάρκεια του μητρικού θηλασμού ονομάζεται γαλουχία και είναι μια πολύπλοκη βιολογική λειτουργία. Κατά την έναρξη της γαλουχίας, κάθε μαστός παράγει, κατά μέσο όρο, 450 gr. γάλακτος ημερησίως. Μετά από 15 μήνες, η ημερήσια παραγωγή μπορεί ακόμα να φτάσει μέχρι και 200 gr. του γάλακτος, αν και η ποσότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συχνότητα του θηλασμού. Για να καλύψει αυτή την αυξημένη ενεργειακή εκροή, η θηλάζουσα μητέρα πρέπει να αυξήσει την ημερήσια θερμιδική πρόσληψή της κατά 2000-2500 kcal. Αυτό το θερμιδικό συμπλήρωμα αντισταθμίζει τα περίπου 625 kcal που χρειάζονται για την ημερήσια παραγωγή 700-900 gr. μητρικού γάλακτος.

Ο αποκλειστικός θηλασμός για τους πρώτους έξι μήνες της ζωής αποτελεί τον χρυσό κανόνα της διατροφής του νεογνού. Το μητρικό γάλα αποτελεί ένα πολυλειτουργικό ρευστό μείγμα το οποίο ικανοποιεί τις διατροφικές και λοιπές ανάγκες του νεογνού με σκοπό την ομαλή ανάπτυξή του. Περιέχει όλες τις βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία που είναι σημαντικά για τη διατροφή του βρέφους όπως είναι οι βιταμίνες D, Κ και Β12, το ασβέστιο, ο φώσφορος και ο σίδηρος. Οι ανάγκες σε ενέργεια και θρεπτικά συστατικά αυξάνονται σε σημαντικό βαθμό κατά τη γαλουχία. Ένα αξιοσημείωτο γεγονός ότι το βρέφος κατά τη διάρκεια των 6 μηνών ζωής του, διπλασιάζει το βάρος του. Όμως, το ενεργειακό περιεχόμενο του γάλακτος της θηλάζουσας αντιστοιχεί στην ενέργεια κατά τη διάρκεια της κύησης. Οι ενεργειακές ανάγκες επηρεάζονται από την παραγόμενη ποσότητα γάλακτος κι από τις προϋπάρχουσες αποθήκες σε θρεπτικά συστατικά της μητέρας.

Η μητρική διατροφή πριν τη σύλληψη και κατά της διάρκεια της κύησης, πέρα από τη γέννα και την ίδια την εγκυμοσύνη μπορεί να έχουν αντίκτυπο και στο βάρος του νεογνού και στην εμφάνιση αλλεργιών στην παιδική ηλικία. Η μεσογειακή διατροφή χαρακτηρίζεται από την υψηλή κατανάλωση φρούτων, λαχανικών, δημητριακών, θαλασσινών, τη μέτρια κατανάλωση γαλακτοκομικών και τη χαμηλή κατανάλωση κόκκινου κρέατος, θεωρείται η πλέον κατάλληλη επιλογή για να αποφύγουμε τέτοιες συνέπειες.

Τέλος, δεν υπάρχουν πολλές μελέτες που να εξετάζουν τις διατροφικές συνήθειες των γυναικών μετά τον τοκετό. Παρολ’ αυτά  στη μελέτη των Jardí et al, (2019), καταγράφηκε μείωση της κατανάλωση τροφίμων που σχετίζονται με τη μεσογειακή διατροφή, (φρούτα, λαχανικά, δημητριακά και ελαιόλαδο), 40 ημέρες και 26 εβδομάδες μετά τον τοκετό σε δείγμα θηλαζουσών γυναικών. Ενώ στη μελέτη των Moran et al, (2012), παρατηρήθηκε μείωση της ποιότητας της διατροφής και μείωση της κατανάλωσης των γαλακτοκομικών προϊόντων, κρέατος και ελαιόλαδου τέσσερις μήνες μετά τον τοκετό, σε ομάδα παχύσαρκων θηλαζουσών. Συμπερασματικά είναι πιθανό ότι οι γυναίκες μετά τον τοκετό μειώνουν την πρόσληψη τροφής σε μια προσπάθεια να χάσουν το βάρος που απέκτησαν κατά την εγκυμοσύνη, χωρίς όμως να γνωρίζουν την επίδραση που έχει αυτό σε όλη τη διάρκεια της γαλουχίας.

Νέες μανούλες, να τρώτε σωστά και με γνώμονα την καλή υγεία. Και μην ξεχνάτε πως το «είμαστε ό,τι τρώμε» πια ισχύει για δύο.

Συντάκτης: Ελευθερία Νάκα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου