Μετανάστης. Λέξη που έμαθα στο δημοτικό σε βιβλίο Ιστορίας. Είχα την εντύπωση πως θα τη χρησιμοποιώ μόνο για να περιγράφω καταστάσεις που συνέβαιναν στο παρελθόν όταν οι άνθρωποι δεν είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν στη χώρα τους. Τα χρόνια πέρασαν, οι εποχές άλλαξαν και πήρε τη θέση της στο λεξιλόγιο του Έλληνα. Στη δική μας οικογένεια υπάρχει ένας μετανάστης. Είναι ο αδερφός μου που μετακόμισε με την οικογένειά του στη Γερμανία.

Καλοκαίρι του 2014 μας ανακοίνωσε πως θα φύγει μες στον επόμενο χρόνο απ’ την Ελλάδα. Ένα απόγευμα που δε θα ξεχάσω, ένιωσα πως άλλαζε η ζωή μου. Θα μου πείτε, πώς μπορεί να αλλάξει η δική σου ζωή αφού ο αδερφός σου έφυγε, όχι εσύ; Όταν ένα μέλος της οικογένειας είναι στο εξωτερικό δεν πονά μόνο αυτός που είναι μακριά, μα πονούν κι όσοι μένουν πίσω. Η διαφορά της ηλικίας μας δε μας επέτρεψε να έχουμε τη σχέση που έχουν τα άλλα αδέρφια, παιχνίδια, τσακωμοί, κοινές παρέες, με λίγα λόγια να ζούμε μια καθημερινότητα μαζί.

Όταν ο ένας φεύγει για σπουδές κι εγώ μόλις ξεκινούσα το σχολείο, δεν μπορείς να έχεις κοινά. Τα χιλιόμετρα, λοιπόν, μας χώριζαν πάντα. Με πλήγωνε που όλοι είχαν τα αδέρφια τους κοντά κι εγώ όχι. Με πονούσαν οι αποχαιρετισμοί, έκλαιγα κάθε φορά που έφευγε. Στεναχωριόμουν, αλλά όσο μεγάλωνα το είχα συνηθίσει. Ο αδερφός μου δημιούργησε οικογένεια στην Κρήτη. Αποφάσισα, λοιπόν, να πάω να σπουδάσω στο ίδιο νησί, αλλά διαφορετική πόλη. Οι αποστάσεις μίκρυναν κι ήταν σαν να ζούσα ένα όνειρο.

Η ζωή μας είχε δείξει, όμως, πως οι αποστάσεις είχαν χαραχθεί για εμάς. Τα χιλιόμετρα που μας χώριζαν έκαναν το δεσμό μας πιο ισχυρό. Η αγάπη μας δυνάμωσε κι ήξερε πως είναι η μεγαλύτερη αδυναμία μου. Η πρώτη θέση βέβαια της καρδιάς μου ανήκει στους γιούς του πλέον.

Αποφάσισε, λοιπόν, να φύγει για να ζήσει αξιοπρεπέστατα την οικογένειά του. Έκλαψα πολύ εκείνη την ημέρα της ανακοίνωσης. Νευρίασα με τους γονείς μου γιατί δε με είχαν γεννήσει πιο νωρίς. Άφησα τον καιρό να περάσει και να μην το σκέφτομαι. Όταν όμως ήρθε η ώρα να τον χαιρετίσω, η καρδιά μου πονούσε.

Ένιωθα πως ζούσα ένα όνειρο κι ήθελα να ξυπνήσω, παρακαλούσα να γίνει κάτι και να μείνει πίσω. Όμως ο πόνος μου ήταν βουβός, δεν ήθελα να τον επηρεάσω συναισθηματικά γιατί ήξερα πως αυτός είχε να αντιμετωπίσει μεγαλύτερο ζόρι. Είχε αφήσει πίσω την οικογένειά του για να μπορέσει να εγκατασταθεί πρώτος.

Πέρασε ο καιρός και μια βουτιά στα δύσκολα με έκανε να αλλάξω τρόπο σκέψης. Όταν πολεμάς για την υγεία σου όλα τα υπόλοιπα σου φαίνονται εύκολα. Κατάλαβα πως δεν είναι τόσο τραγικό να ζει σε μια  άλλη χώρα. Οι αποστάσεις είναι μηδαμινές όταν οι καρδιές είναι κοντά.

Ο δεύτερος αποχαιρετισμός, του ανιψιού και της νύφης ήταν λίγο πιο δύσκολος. Όταν αγκάλιασα τον ανιψιό μου στο αεροδρόμιο ευχήθηκα να είναι όλοι γεροί κι ευτυχισμένοι. Δεν ήταν κακό όνειρο που ήθελα να ξυπνήσω, ήταν μια ώριμη απόφαση και μια δική τους επιλογή για τη ζωή, άλλωστε για κάποιο λόγο μας συμβαίνουν όσα ζούμε.

Είναι στιγμές που χρειάζομαι τον αδερφό μου δίπλα μου. Απλά, να πάμε για ένα καφέ, μα ξέρω πως δεν μπορώ. Νιώθω, όμως, τόσο περήφανη για όσα έχει καταφέρει. Είναι η ήρεμη δύναμη της οικογένειας. Δε δέχθηκε να γίνει βάρος σε κανέναν ούτε να παζαρέψει τα όνειρά του, αλλά αναγκάστηκε να φύγει απ’ τη χώρα του. Μακάρι να του μοιάσω και να προσπαθώ να μη στηρίζομαι πουθενά παρά μόνο στις δυνάμεις μου.

Όταν αγαπάς κάποιον του δίνεις φτερά για να πετάξει μακριά και μια βάση να γυρνάει πίσω. Εύχομαι να πραγματοποιηθεί κάθε του όνειρο, να είναι καλά με την οικογένειά του κι εγώ θα είμαι πάντα η μικρή του αδερφή που θα τον περιμένει με ανοιχτή την αγκαλιά της.

Σ’ αγαπάω, Γιώργο!

 

Συντάκτης: Βασιλική Κόντε
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη