Τα πρωινά που γυρνάς από ξενύχτι το στομάχι σου γουργουρίζει. Ναι μες στη ζάλη σου από την κατανάλωση του αλκοόλ , η κοιλιά σου ζητάει φαγητό. Ε εκείνη την ώρα δε θα φας σαλάτα, όσο fit και αν είσαι. Ζητάς κάτι «βρώμικο», λιπαρό ή γλυκό, μπορεί και τα δύο. Αν είσαι σε πόλη θα βρεις μια καντίνα, μαγαζί 24ώρο να κόψεις την πείνα σου. Εκείνοι όμως που είναι σε χωριό, τι κάνουν;

Η λύση λοιπόν για τα ξενύχτια σε χωριό, νησί αλλά και πολλές φορές στην πόλη που τα πόδια σου δεν σε βοηθούν να επισκεφτείς μια καντίνα ή ένα 24ωρο, είναι ο φούρνος της γειτονιάς. Οι άνθρωποι που σε βλέπουν κυριλέ τον υπόλοιπο καιρό να ψωνίζεις το ψωμάκι σου και το κουλουράκι σου, σε βλέπουν τώρα να κινείσαι από τη ζάλη, να γελάς ακόμα και αν δεν έχει γίνει κάτι και να ζητάς φαγητό λες και έχεις να φας τρεις ημέρες. Αναγνωρίζουν το μεθύσι μέσα από τα μάτια σου και προσπαθούν να σε εξυπηρετήσουν όσο πιο γρήγορα μπορούν μήπως συνέρθεις.

Όταν λοιπόν ο ήλιος ετοιμάζεται να φωτίσει τον ουρανό με τις πρώτες του ακτίνες, άλλοι κοιμούνται, άλλοι ετοιμάζονται να πάνε για ύπνο, κάποιοι ξυπνούν για να πάνε για δουλειά και κάποιοι απολαμβάνουν το χάραμα σε ένα μικρό διάλειμμα από τη δουλειά τους. Είναι εκείνοι που δεν περιμένουν το φως να ανατείλει για να ξεκινήσει η καθημερινότητά τους. Ξεκινάει η μέρα τους όταν ακόμα είναι νύχτα, γύρω στις τρεις άντε το πολύ 4 ρουφούν την πρώτη γουλιά καφέ για να ξεκινήσει όσο το δυνατόν καλύτερα η μέρα τους. Είναι πολλές δουλειές που ξεκινούν νύχτα, εγώ όμως ξεχώρισα μία: Τη δουλειά του φούρναρη.

Το ψωμί , ακόμα και τώρα στην Ελλάδα της κρίσης , δεν αποτελεί είδος πολυτελείας, αλλά είδος πρώτης ανάγκης.  Οι Έλληνες έχουμε μεγαλώσει με τρία βασικά αγαθά πάνω στο τραπέζι μας: Ψωμί, λάδι και ελιές. Η δουλειά λοιπόν του φούρναρη δεν πρόκειται να εξαφανιστεί, όπως πολλά επαγγέλματα. Αν και είναι ένα από τα παλαιότερα κι όσα μηχανήματα κι αν χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ψωμιού, είναι απαραίτητα για το ζύμωμα τα χέρια του φούρναρη. Όσο εύκολο κι αν ακούγεται χρειάζεται συγκέντρωση για να υπολογίσεις τα υλικά στη σωστή δόση αλλά και μαεστρία για να ζυμώσεις ένα ψωμί.

Ένας φούρναρης είναι και λίγο χημικός. Χρειάζεται να ξέρει από αναμίξεις αλλά και να υπολογίσει τι μπορεί να αλλάξει στη σύστασή τους ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Επιπλέον, πρέπει να είναι και manager για να υπολογίσει τις ποσότητες από τα διαφορετικά είδη ψωμιού που χρειάζεται για την επόμενη μέρα, ώστε να εξυπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο τους πελάτες του. Η προώθηση του προϊόντος επιτυγχάνεται με τη γεύση του ψωμιού αλλά και το πόσο καιρό συντηρείται φρέσκο, χωρίς να ξεραθεί.

Ένας φούρναρης όμως χρειάζεται να έχει μεράκι για τη δουλειά του. Να αγαπάει να πλάθει το ζυμάρι ακόμα κι αν ξυπνάει από πολύ νωρίς. Να θέλει να δοκιμάσει νέα υλικά και νέους συνδυασμούς κρατώντας την ταυτότητα της παράδοσης. Χρειάζεται θέληση και υπομονή για να αντέχει στα εξαντλητικά ωράρια. Η αγάπη και το ψωμί πάντως έχουν κοινά. Θέλουν δυο χέρια για να φτιαχτούν και μια φωτιά για να ψηθούν. Τα πρωινά λοιπόν να δίνεις το ομορφότερο χαμόγελο σου όταν πηγαίνεις να πάρεις το ψωμί σου, να δίνεις φως στην ημέρα τους χωρίς να γκρινιάξεις. Και αν δε σου χαμογελάσουν το ίδιο, σκέψου πως ταλαιπωρούνται από τη νύχτα για να σου έχουν έτοιμα τα αγαθά. Και αν καμιά φορά τύχει, μπες πίσω στο εργαστήριο, κρύβεται μια μικρή μαγεία. Τα υλικά που μυρίζουν , η πρώτη μυρωδιά του ψωμιού αλλά και  οι άνθρωποι. Γεμάτοι αγάπη και μεράκι είναι, με μια κούραση και ένα χαμόγελο πλάθουν όχι μόνο μηχανικά αλλά και με την καρδιά τους. Γιατί το ψωμί θέλει και καρδιά για να πετύχει.

Συντάκτης: Βασιλική Κόντε
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου