Ο Μαρκήσιος Παπαχώστας έχει πει πάρα πολλές φόρες ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν πολυαξίζουν να περπατάνε πάνω στον πλανήτη.

Έχει αναφέρει αρκετούς από αυτούς στο παρελθόν, και αν τα πράγματα συνεχίζουν να είναι έτσι, είναι σίγουρο ότι θα αναφέρει και άλλους στο μέλλον.

Μία από αυτές τις κατηγορίες είναι ο τύπος του άντρα που του αρέσει να το παίζει πάτερ φαμίλιας. Είναι δηλαδή παραδοσιακός, λέει λίγα λόγια, και θεωρεί ότι οι βλακείες που πετάει είναι οι μεγαλύτερες σοφίες που έχουν ειπωθεί από τότε που ο Πλάτωνας έγραψε τους διαλόγους.

Συναντάται κυρίως στην επαρχία, άλλα μπορείς να τον συναντήσεις και στην πόλη. Θεωρεί ότι η γυναίκα του είναι χρήσιμη μόνο για να του μαγειρεύει και να του κάνει παιδιά, και αν τολμήσει να μιλήσει λίγο παραπάνω από το επιτρεπτό, θα της ρίξει και ένα μπερντάκι.

Αυτήν την λογική δεν την καταλαβαίνει ο Μαρκήσιος. Όχι του ίδιου του πάτερ φαμίλια, γιατί εντάξει αυτός είναι βλάχος και θεωρεί ότι επειδή έτυχε να γεννηθεί με αρχίδια είναι καλύτερος και πιο σωστός, αλλά της γυναίκας του, που κάθεται και τον ανέχεται και δεν του φέρνει ένα τηγάνι στο κεφάλι εκεί που κάθεται.

Εντάξει, να καταλάβει ο Μαρκήσιος ότι αφού έχει κάνει και δυο παιδιά, κάθεται μαζί του για να μην μείνουν τα παιδιά χωρίς πατέρα, άλλα δεν μπορεί να μην ήξερε την συμπεριφορά του πριν παντρευτούν. Δεν είναι ότι στην αρχή τής φερόταν καλά και με το που μπήκε η κουλούρα (τσουπ!) άλλαξε. Από πριν αγροίκος θα ‘τανε. Τόσο πια ο καημός να παντρευτούμε που παίρνούμε τον πρώτο που μας λάχει;

Στα παιδιά του, ο Πάτερ Φαμίλιας έχει δυο πρόσωπα. Το ένα είναι στον γιο του που θέλει να τον κάνει επιστήμονα, άλλα να είναι και αλάνι –γιατί όπως όλοι ξέρουμε, όλοι οι επιστήμονες αλάνια ήταν στο σχολείο– να πηδάει όλο το χωριό και να τον έχουν όλοι μάγκα και αρχηγό. Όταν μαζεύονται οι άντρες στο σπίτι για φαΐ, τον βάζει δίπλα του, του βάζει και ένα κρασί γιατί και αυτός άντρας είναι –άσχετωςω αν είναι έντεκα– και του λέει να μη μιλάει και να ακούει για να μαθαίνει. Τώρα τι ακριβώς θα μάθει που από τις εκατό κουβέντες που λέγονται οι ενενήντα εννιά είναι μπαρούφες δεν ξέρει ο Μαρκήσιος.

Την κόρη του δε, τη θέλει όμορφη και άσπιλη. Θα επιμένει να μάθει κάποιο όργανο ακόμα και αν εκείνη δε θέλει, να μάθει να μαγειρεύει από την μάνα της, να είναι νοικοκυρά και να παντρευτεί ένα καλό παιδί, κατά προτίμηση που θα της διαλέξει ο ίδιος. Δεν είναι ενάντια στην μόρφωσή της γενικότερα, για αυτό και αν περάσει σε κάνα πανεπιστήμιο θα την στείλει όπου περάσει, αλλά απαιτεί να είναι σεμνή.

Φυσικά επειδή επί δεκαοχτώ χρονιά την πρήζανε και την ήλεγχαν όλοι, με το που μπει στο πλοίο-αεροπλάνο-κτελ ή τέλος πάντων ό,τι όχημα τη μεταφέρει στην πόλη που θα σπουδάσει, πετάει την κιλότα και ξαπλώνει στο πάτωμα με τα πόδια πάνω.

Οι σχέσεις του Πάτερ Φαμίλια με τους υπολοίπους ανθρώπους είναι λίγες και καλές. Έχει κάνα δυο κοντινούς φίλους που είναι σαν τα μούτρα του, δυο τρεις ανθρώπους που δουλεύουν για αυτόν και τους αγαπάει όπως λέει σαν παιδιά του, άσχετα που δεν τους κολλάει ένσημα και τους κλέβει στο μεροκάματο, και φυσικά έχει και καμιά γκόμενα που πηδάει γιατί «άντρας είναι και του επιτρέπεται».

Η γκόμενα στην καλύτερη θα είναι εικοσιδύο και στην χειρότερη καμιά φίλη της κόρης του που δεν πέρασε σε πανεπιστήμιο, και πάντα την αποκαλεί στους άλλους «πουτανάκι» ή «γκομενίτσα» και δηλώνει ότι του την έπεσε αυτή, άσχετα με το πώς έγινε. Επίσης δηλώνει ότι την έχει μόνο για τα χοντρά και ότι δεν την πολυγουστάρει, ακόμα και αν είναι καψούρης φουλ.

Θεωρεί –και αυτό το είπανε στο Μαρκήσιο κατά λέξη– ότι αφού φέρνει φαΐ στο σπίτι και αφού εκπληρώνει τα καθήκοντα του ως σύζυγος και πηδάει την γυναίκα του 2-3 φόρες την εβδομάδα, ότι έχει το δικαίωμα να κάνει απολύτως ό,τι θέλει, και ότι δεν οφείλει να δώσει λογαριασμό κανενός.

Δυστυχώς, το συγκεκριμένο είδος άντρων είναι στην επαρχία θλιβερή πλειοψηφία. Δεν ξέρει ο Μαρκήσιος αν αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι πιο μικρές οι κοινωνίες, ξέρει όμως ότι αν οι ίδιες οι γυναίκες δεν καταλάβουν ότι δεν ζούμε στο 1200 και ότι έχουν απολύτως ίσα δικαιώματα ακόμα και αν δε δουλεύουν και μένουν στο σπίτι, θα συνεχίσει να υπάρχει, και να μας γυρνάει τα άντερα κάθε φορά που τον βλέπουμε.

Και το χειρότερο είναι ότι θα συνεχίσει να νομίζει ότι ο σιχαμένος τρόπος του είναι ο πιο σωστός.

Συντάκτης: Μαρκήσιος Παπαχώστας