Είναι νομίζετε τυχαίο το γεγονός ότι οι περισσότερες ταινίες τελειώνουν με μια ευχάριστη νότα, έχουν δηλαδή αυτό που λέμε “happy end”; Οι ήρωες ξεπερνούν τα εμπόδια που υπήρχαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας –τα οποία εν τω μεταξύ ήταν γιγάντια, γιατί ποιος δεν αγαπά και μπόλικη δόση δράματος;– κι οι τίτλοι τέλους τους βρίσκουν τρυφερά αγκαλιασμένους μπροστά στον ήλιο που δύει. Ναι, αλλά μετά; Τι γίνεται μετά;

Είναι άξιον απορίας γιατί κανείς δεν ασχολείται με το μετά, κανείς δεν αναφέρεται στους τσακωμούς, τα προβλήματα συμβίωσης ή ακόμη κι επιβίωσης, για τα άσχημα, τα δυσάρεστα ή ίσως και τα μη αναστρέψιμα. Πολύ απλά γιατί το τέλος είναι στενάχωρο και σε κανένα δεν αρέσει να του το τρίβουν στα μούτρα, πόσο μάλλον να το αντιμετωπίζει. Γιατί αυτή είναι σκέψη-μπουνιά στο στομάχι, αφού μας τσαλακώνει το τέλειο, το ιδεατό.

Πολλοί, αθεράπευτα ρομαντικοί, θα διαφωνήσουν με τη θέση αυτή και θα ισχυριστούν ότι φυσικά κι υπάρχουν happy end. Ναι, υπάρχουν όσο υπάρχουν μονόκεροι και δοχεία χρυσού στο τέλος κάθε ουράνιου τόξου! Κι αν ακούγεται υπερβολικά κυνικό, είναι γιατί οφείλουμε στους εαυτούς μας να ζούμε με ένταση τις αρχές και να γευόμαστε τις μέσες, παρά να ξοδεύουμε τις στιγμές της ζωής μας στην αυταπάτη ενός χαρούμενου τέλους.

Έχουμε την τάση να προσκολλιόμαστε στην ιδέα του happy end, ό,τι κι αν αυτό σημαίνει για τον καθένα, που στην ουσία ξεχνάμε να ζήσουμε την πορεία, το ενδιάμεσο. Μετρούμε τις ώρες, τις μέρες μέχρι τη μεγάλη στιγμή που θα ‘χουμε αυτό το κλείσιμο που τόσο λαχταρούσαμε, αυτό που θα μας φέρει χαρά, μόνο που αντιλαμβανόμαστε ότι το κλείσιμο αυτό δεν ήταν αυτό που ονειρευτήκαμε, ούτε αυτό που πιστεύαμε ότι θα ‘ναι, και το τέλος μας αφήνει κενούς, χωρίς ουσία, σαν το αδειανό πουκάμισο μιας Ελένης.

Το παράδοξο, αυτό που πραγματικά μπερδεύει είναι πώς μπορεί ένα τέλος να ‘ναι ευχάριστο. Το τέλος εξ ορισμού υποδηλώνει το κλείσιμο ενός κύκλου, ένα σημείο στο οποίο δεν μπορείς να επιστρέψεις. Είτε μιλάμε για το τέλος ενός γάμου, μιας σχέσης, μιας φιλίας, είτε αν ακόμη μιλάμε για το αμετάκλητο τέλος μιας ζωής, υπάρχει πάντα πόνος και μπόλικη δόση απογοήτευσης να περιμένουν στον τερματισμό.

Αν το τέλος ήταν μια κατάσταση που προκαλούσε ευτυχία, θα δίναμε τέλος στα πάντα χωρίς δεύτερη σκέψη. Τα τέλη, όμως, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πιο κρυφή λαχτάρα του ανθρώπου, αυτή που δε βλέπουμε κι ίσως δεν παραδεχόμαστε, αλλά υποσυνείδητα μας καθορίζει∙ την ανάγκη μας για αιωνιότητα, την ανάγκη μας να πιστεύουμε και να προσδοκάμε ένα «για πάντα». Ίσως, λοιπόν είναι η κρυφή μας λαχτάρα για το «για πάντα» που μας ωθεί στο να γραπωνόμαστε στα «ευτυχή τέλη», γιατί μόνο έτσι η έννοια του τέλους αποκτά μια αέναη υπόσταση. Σίγουρα παράδοξο. Δεν είναι, όμως, όλη μας η ζωή ένα παράδοξο σχήμα;

Ίσως το υποκατάστατο του happy end να ‘ναι η άνω τελεία. Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εμένα μου αρέσει περισσότερο η έννοια μιας άνω τελείας αντί ενός χαρούμενου τέλους! Μιας μεστής άνω τελείας σε ό,τι έκανε τον κύκλο του και πρέπει να κλείσει, χωρίς όμως το αίσθημα του τελεσίδικου αλλά ταυτόχρονα χωρίς την ψευδαίσθηση του παραμυθένιου τέλους.

Μια μεστή άνω τελεία θα μας επιτρέψει να ζούμε περισσότερο στο παρόν, θα μας επιτρέψει να αγαπήσουμε τον ενδιάμεσο χώρο χωρίς να λαχταρούμε να φτάσουμε σε έναν τερματισμό. Θα μας δώσει τη δυνατότητα να νιώθουμε ευλογία στο τέλος ενός ταξιδιού, παρ’ όλη τη στεναχώρια της επιστροφής στη ρουτίνα και θα μας δώσει τη δύναμη να βρούμε το silver lining σε ένα θλιβερό τέλος.

Την επόμενη φορά που θα τύχει να διηγηθούμε ένα παραμύθι σε κάποιο παιδί, ας αφήσουμε έξω τη φράση «έζησαν αυτοί καλά…». Στη θέση της ας βάλουμε μία άνω τελεία, ας κλείσουμε με ένα «Προς το παρόν αυτοί ζουν καλά. Δεν είναι όλα ρόδινα, αλλά θα κάνουν κάθε μέρα το καλύτερο που μπορούν».

Δεν υπάρχουν happy endings, υπάρχουν όμως όμορφες, γεμάτες άνω τελείες κι αυτό είναι το καλύτερο που μπορούμε να μάθουμε στα παιδιά μας -κυρίως σε εκείνα που κρύβουμε μέσα μας.

Συντάκτης: Εύη Πηλαβάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη