Αποδοχή. Σου είπαν πως είναι λέξη δυνατή, τόσο μεγάλη που χωράει μέσα της τα πάντα. Τρόμαξες γιατί με την αποδοχή δεν είστε φίλοι, οπότε πώς να μη φοβηθείς με την έκταση της έννοιας, με το αντίκτυπό της; Κι όμως επιμένουν πως χωρίς αυτήν δεν μπορείς να πορευτείς χαρούμενος γιατί χωρίς αποδοχή, τίποτα δεν μπορεί να είναι πραγματικό, σαν δυο μάτια που δε βλέπουν χρώματα.

Στη βιομηχανία της αυτό-βελτίωσης και της ενσυνειδητότητας το να αποδέχεσαι καταστάσεις ως έχουν, χωρίς δηλαδή να προσπαθείς να τις αλλάξεις, λένε πως, σε περισώζει από αρνητικά συναισθήματα, από άγχος να ελέγξεις γεγονότα τα οποία δεν μπορείς να επηρεάσεις. Στη σφαίρα της ψυχοθεραπείας η αποδοχή στοιχείων του εαυτού σου, είναι απαραίτητο εργαλείο για να μπορέσεις να αλλάξεις όσα δε σου αρέσουν. Όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό, στη ψυχοθεραπευτική πρακτική η αποδοχή είναι σαν τον ήλιο που διαδέχεται το σκοτάδι, ρίχνει φως στις σκοτεινές σου πτυχές και σου επιτρέπει να δεις όσα πριν λειτουργούσαν υπόγεια, υποσυνείδητα. Κι ενώ κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως το να «δεις» δε σημαίνει απαραίτητα πως μπορείς να «αλλάξεις», εντούτοις, εντός ενός ψυχοθεραπευτικού πλαισίου, η αποδοχή έχει τη δύναμη να σε βοηθήσει να αλλάξεις, πρωτίστως την αντίληψή σου προς όλα όσα σε δυσκολεύουν.

Αποδοχή. Αντιλαμβάνεσαι τώρα τη δύναμή της; Αν είναι ικανή να μεταβάλει  τα γραφόμενα, αυτά που σε καθόριζαν για τόσα χρόνια, αν μπορεί να ελαφρύνει όσα βαραίνουν την ψυχή σου, δεν αξίζει να δουλέψεις προς αυτήν; Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, ποτέ δεν ήταν άλλωστε. Η ανάγκη για αποδοχή είναι προσδιοριστικό χαρακτηριστικό του ποιος είσαι, άρα η αποδοχή του εαυτού  σου είναι άμεσα συνδεδεμένη και με τη αποδοχή σου από τους άλλους. Ωραία αυτά στη σφαίρα της φιλοσοφικής μας συζήτηση, αλλά πώς αποδέχεσαι, ποιος είναι τελοσπάντων, ο ορισμός της αποδοχής; Δε θέλω να είμαι αυτή που σου χαλάει το πάρτι, αλλά δεν υπάρχει μια απάντηση σε αυτό, ο καθένας ορίζει την αποδοχή όπως ο ίδιος τη βιώνει. Αν ψάχνεις να βρεις την αποδοχή σαν να είναι μαθηματικός τύπος, έχασες.

Ο πιο κοντινός ορισμός της αποδοχής που μπορώ να αντέξω είναι αυτός που υπαγορεύει πως για να αποδεχτείς πρέπει να αγαπήσεις, έννοιες συνυφασμένες. Κι αν σύμφωνα με το Σαιντ Εξυπερύ «η αγάπη είναι μια προσπάθειά μου να σε οδηγήσω μαλακά πίσω πάλι στον εαυτό σου», τότε κι η αποδοχή ίσως είναι ένα παρόμοιο ταξίδι πίσω στον εαυτό μας. Νομίζω στον ορισμό αυτό, όλη η δύναμη κρύβεται στην πεποίθηση ότι η αγάπη, άρα κι η αποδοχή, δεν είναι προσπάθεια να σε προσαρμόσω σε μια εικόνα για το πώς σε θέλω αλλά να σε οδηγήσω σε αυτό που είσαι, στη μοναδικότητά σου και την αρχική σου ομορφιά.

Για να σε οδηγήσω στον πυρήνα αυτού του υπέροχου πλάσματος που είσαι σημαίνει πως αποδέχομαι σε σένα τα πάντα, άνευ όρων και χωρίς ερωτήσεις. Σημαίνει πως είναι εντάξει να σκέφτεσαι αυτά που σκέφτεσαι, να νιώθεις και να βιώνεις με τον τρόπο που το πράττεις. Είναι όμως απόλυτα εντάξει και για μένα να σκέφτομαι αυτά που σκέφτομαι, να νιώθω με τον τρόπο που νιώθω. Βλέπεις η αποδοχή μου κι η αποδοχή σου δεν μπορούν να είναι ανεξάρτητες καθ’ ότι η μια επηρεάζει την άλλη. Πώς να αποδεχτώ εσένα, αν δεν αποδεχτώ εμένα πρώτα. Κι αν δεν αποδεχτώ εμένα ποτέ; Τι γίνεται μ’ εμάς; Εκεί, φίλε μου, βρισκόμαστε σε μια τόσο δα δυσκολία.

Γι’αυτό βαλτώνεις ε; Γιατί πασχίζεις να αποδεχτείς τους γύρω σου αλλά σκόνταψες σε σένα κι αν δεν μπορείς να παρακάμψεις εσένα πώς θα αποδεχτείς τους άλλους; Κι όλα σου φαίνονται βουνό. Η αποδοχή δεν είναι πρότζεκτ ορισμένου χρόνου, είναι πορεία ζωής. Ίσως η αγάπη των άλλων να είναι μέσο αποδοχής του εαυτού μας. Μήπως να επιτρέπαμε σε κάποιον να μας οδηγήσει μαλακά πάλι πίσω στον εαυτό μας;

Συντάκτης: Εύη Πηλαβάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου