Ας κάνουμε ένα πείραμα. Φανταστείτε ότι κάθεστε αναπαυτικά μπροστά σε μια οθόνη και παρακολουθείτε βίντεο σε πραγματικό χρόνο κι ότι μπροστά απ’ την κάμερα διαδραματίζεται ο χωρισμός ενός ζευγαριού. Ποια συναισθήματα θα είχατε προς τον εγκαταλελειμμένο της σχέσης και ποια θα είχατε προς αυτόν που ανακοινώνει τον χωρισμό κι ουσιαστικά εγκαταλείπει; Μάλλον η πιο αναμενόμενη απάντηση θα ήταν πως θα ταυτιζόμασταν περισσότερο με τον εγκαταλελειμμένο, συμπάσχουμε και νιώθουμε λύπη γι’ αυτόν. Ενώ με αυτόν που παίρνει την απόφαση να χωρίσει είμαστε πιο σκληροί, σχεδόν αδιάφοροι ως προς τα συναισθήματά του. Γιατί; Ιδού η απορία.

Είναι η ανθρώπινη ανάγκη μας να βοηθήσουμε, η Μητέρα Τερέζα που όλοι κρύβουμε μέσα μας. Στο μυαλό μας συνήθως αυτός που χωρίζει το ‘χει σκεφτεί, το ‘χει ζυγίσει και νιώθει καλύτερα να μην είναι στη σχέση αυτή, σε αντίθεση με αυτόν που δέχεται το αποτέλεσμα. Στη μία περίπτωση, αυτός που χωρίζει, έχει ρόλο ενεργητικό κι ο άλλος που δέχεται το αποτέλεσμα μιας απόφασης, έχει ρόλο παθητικό, γιατί η απόφαση αυτή δεν ήταν δική του επιλογή.

Αυτή η έλλειψη βούλησης σε μια εξίσωση, το αποτέλεσμα της οποίας είναι ενδεχομένως ισοπεδωτικό για κάποιον, ίσως να ‘ναι αυτό που μας συγκινεί, μας παρακινεί να επέμβουμε και να προσφέρουμε βοήθεια. Ίσως να το βιώνουμε κι ως άδικο, που κάποιος έχει ρόλο παθητικό σε μια κατάσταση η οποία για τον ίδιο είναι καθοριστική για τη συνέχειά του. Είναι, όμως, πράγματι τόσο παθητικός αυτός ο ρόλος; Αυτό που συχνά ξεχνάμε είναι ότι πάντα “it takes two to tango” κι άρα ένας χωρισμός, ακόμη κι αν ανακοινώνεται απ’ τον έναν, δεν είναι ποτέ δημιούργημα μόνο του ενός.

Απ’ την άλλη, η ταύτιση με αυτόν που αποφασίζει να χωρίσει μας είναι σχεδόν αδύνατη, λες κι οι εν λόγω συνάψεις του εγκεφάλου μας δεν περπατήθηκαν ποτέ. Κι αυτό γιατί δε μεγαλώνουμε με τρόπο που να μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε τι είναι αυτά που πραγματικά θέλουμε απ’ τη ζωή μας. Κι όταν συναντάμε κάποιον που πέρασε μέσα από μια διαδικασία σκέψης, ώστε να αξιολογήσει τι είναι αυτό που θέλει, άρα και τι δε θέλει, μας φαίνεται ξένο.

Γιατί χρειάζεται θάρρος να βγάλεις τον εαυτό σου από μια κατάσταση ασφάλειας και βολής, να αναγνωρίσεις ότι αυτό δε σου κάνει, δε σου ταιριάζει. Χρειάζεται πυγμή να δεχτείς ότι είναι εντάξει να μην μπορείς να κάνεις εικόνα το μέλλον σου με αυτόν τον άνθρωπο, με τον οποίο ίσως ήσουν σε σχέση εδώ και μια δεκαετία, πως είναι εντάξει να ρισκάρεις, είναι εντάξει να χορέψεις με τη μοναξιά παρά να υποκρίνεσαι σε μια σχέση που δε σε γεμίζει.

Δεν είναι μόνο η ταύτιση που είναι ευκολότερη με το θύμα, είναι κι η αντιπάθεια που νιώθουμε προς το πρόσωπο αυτού που χωρίζει, του οποίου την εκδοχή απορρίπτουμε πριν καν την ακούσουμε. Γιατί; Επειδή μάλλον μας χαλάει την εικόνα που μας έχουν σερβίρει ως «νορμάλ», ότι δηλαδή αυτός που χωρίζει είναι ο κακός, αυτός που ηθελημένα πληγώνει, ο άδικος. Γιατί αν η ιστορία μας δεν έχει ένα κακό, πώς λογίζεται για ιστορία;

Ξεχάσαμε μήπως τα παραμύθια με τα οποία μεγαλώσαμε; Σε όλα τα παραμύθια υπήρχε πάντα ο κακός και το αθώο θύμα, και φυσικά ουδέποτε ταυτιστήκαμε με τον κακό του παραμυθιού. Ένιωσες εσύ ποτέ συμπάθεια για τον λύκο που ήθελε να φάει την κοκκινοσκουφίτσα; Ούτε εγώ! Για το γεγονός πως η κοκκινοσκουφίτσα τριγυρνούσε μόνη της σε ένα δάσος, βάζοντας τον εαυτό της σε κίνδυνο να γίνει λεία σε ζώα που ψάχνουν τροφή για να επιβιώσουν, ούτε λόγος. Η τετράγωνη λογική μας δε μας επιτρέπει να σκεφτούμε σφαιρικά, άρα πώς να συγχωρέσουμε στους εαυτούς μας μια ιστορία με δύο εξίσου καλούς ανθρώπους, που απλά δεν ταίριαξαν;

Είναι βέβαια κι αυτός ο άτιμος ο φόβος, υποψιάζομαι θρησκευτικά χρωματισμένος, που υπακούει στη λογική πως αν δεν κλάψουμε με τον πόνο του άλλου, δε θα κλάψει κι αυτός με τον δικό μας ή πως αν δε συμπάσχουμε με τον πληγωμένο, θα μας βρει κι εμάς ο ίδιος καημός. Μια τρομακτικά φοβισμένη ερμηνεία της έννοιας του κάρμα.

Ίσως πάλι να ‘μαστε άνθρωποι που κάποτε, σε μια παρόμοια σκηνή χωρισμού, ήμασταν οι δέκτες μιας ψυχρολουσίας που χαράχτηκε τόσο βαθιά μέσα μας, ώστε να αναβιώνεται άθελά της κάθε φορά που οι συνθήκες είναι παρόμοιες. Κι αφού μας πλήγωσε τόσο πολύ τότε, δεν μπορούμε παρά να συμπονούμε αυτόν που το βιώνει, πολύ περισσότερο από αυτόν που το προκαλεί.

Συντάκτης: Εύη Πηλαβάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη