Όλοι ερωτευτήκαμε. Όλοι την πάθαμε, κάποια στιγμή. Κι αν δεν ήταν έρωτας, ήταν τέλος πάντων κάτι παρεμφερές. Και κατά την επήρεια αυτού –του έρωτα, του ενθουσιασμού, της καβλάντας, όπως θες πες το– συμβαίνουν πολλά. Πάρα πολλά κι ανεξήγητα.

Ένα από αυτά είναι κι εκείνη η απρόσμενη στιγμή, μέσα στις ερωτικές και τρυφερές σας περιπτύξεις, όπου, λες και σταματούν τα ρολόγια, μένεις να κοιτάς τον έρωτά σου ενώ περνάνε χίλια δυο απ’ το μυαλό σου. Δεν το ελέγχεις και καμία απ’ τις γνωστές μεθόδους μέτρησης του χρόνου δεν είναι ικανή να καθορίσει τη διάρκεια αυτής της στιγμής, με τα τόσα σενάρια να δίνουν και παίρνουν άτακτα και χωρίς σταματημό μες στο κεφάλι σου.

Είναι αυτή η στιγμή που βρίσκεστε κολλημένοι στον τοίχο, είτε πάνω σε τσαλακωμένα σεντόνια, είτε στο πάτωμα, στο αμάξι, στην παραλία, ή οπουδήποτε αλλού σας κάνει κέφι, κι εσύ απλά σταματάς ό,τι και να κάνεις, και μένεις να κοιτάς αυτό το πλάσμα.

Αυτή, λοιπόν, η υπέροχη στιγμή, μετά από ένα παθιασμένο φιλί, ένα απαιτητικό χάδι, ένα άγγιγμα στα πιο ευαίσθητα σημεία του σώματος, ένα γράπωμα απ’ τα μαλλιά, ένα δυνατό δάγκωμα ή κάποια σημάδια που άφησε ο ένας στον άλλο πάνω στην κάβλα και την έπαρση της στιγμής, με εσένα να προσπαθείς μέσα από ένα βλέμμα, κάποιο μορφασμό στο πρόσωπο, απ’ το ρυθμό την αναπνοής του άλλου να καταλάβεις αν θέλει ό,τι κι εσύ, αν το θέλει όσο κι εσύ.

Αναρωτιέσαι και προσπαθείς να καταλάβεις αν του αρέσει, αν τον ικανοποιεί ό,τι κάνεις, όσο εσύ απολαμβάνεις την όμορφη θέα, είτε του προσώπου είτε του κορμιού του, περνώντας απαλά το χέρι σου επάνω, χωρίς καν να το πάρεις είδηση.

Κοιτάς, παρατηρείς κάθε κίνηση, κάθε σπασμό, αφουγκράζεσαι και τον παραμικρό ήχο. Σκέφτεσαι και προσπαθείς να μαντέψεις τι σκέφτεται, αν σκέφτεται κάτι. Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλεις να πεις και να ρωτήσεις, που στο τέλος πελαγώνεις απλά και χαζεύεις. Καλύτερα, σκέφτεσαι, να τα κρατήσεις για τον εαυτό σου. Άλλωστε, σε μια τέτοια στιγμή, τα λόγια περισσεύουν, έτσι προσπαθείς να λάβεις τις απαντήσεις σου μόνο απ’ την εικόνα που ‘χεις μπροστά σου, τους αναστεναγμούς που θα ακούσεις ή τις ανάσες που θα νιώσεις να καίνε το δέρμα σου.

Δίνεις με την παύση αυτή ένα προβάδισμα στον ίδιο. Και ξέρεις ότι θέλει, όταν θα σε κοιτάξει προκλητικά ή θα σκάσει ένα χαμόγελο. Όταν θα γείρει το κεφάλι ελαφρώς, για να φτάσουν πιο εύκολα τα χείλη του στα δικά σου ή στον λαιμό σου. Όταν θα σε αγγίξει εκεί όπου μπορεί εύκολα να σε κάνει να σπαρταράς. Θα ξέρεις, είτε γιατί θα πάρει την πρωτοβουλία και θα επιδιώξει ο ίδιος αυτό που κι οι δυο θέλετε, είτε γιατί με τον τρόπο του θα σε προκαλέσει να συνεχίσεις ό,τι έκανες.

Απ’ την άλλη, φαίνεται να ζητάς μια παράταση από τον χρόνο, μόνο και μόνο για να κρατήσει λίγο παραπάνω αυτό που ζεις. Μένεις να κοιτάς τον έρωτά σου προσπαθώντας να αποτυπώσεις την εικόνα αυτή. Τη στιγμή που μένουν τα χείλη μισάνοιχτα περιμένοντας το επόμενο φιλί, τα μάτια που κλείνουν αργά αφήνοντας το σώμα να απολαύσει κάθε αναστάτωση που θα προκαλέσεις με την επόμενη κίνησή σου και τους αναστεναγμούς που σε κάνουν ν’ ανάβεις περισσότερο.

Ακόμα και να ‘χει επαναληφθεί η σκηνή αυτή, δεν μπορείς να ξεχάσεις τις στιγμές που όλο αυτό αποτελούσε για ‘σένα (ενδεχομένως και για τον ίδιο τον έρωτά σου) απλώς μια φαντασίωση.  Δεν είναι λίγες οι φορές που έφτιαχνες εικόνες στο μυαλό σου για το πώς θα ‘θελες να είναι η συγκεκριμένη σκηνή. Μα πόσο χαίρεσαι που η πραγματικότητα, ερχόμενος στο τώρα όπου κρατάς στα χέρια σου ό,τι λαχταράς, είναι πολύ πιο όμορφη απ’ τα σενάρια που έκανες κάποτε.

Άλλωστε, δε συγκρίνεται η απτή κι υπέροχη αίσθηση της υφής του δέρματος με καμία ξέφρενη ερωτική σου φαντασίωση.

 

Συντάκτης: Μαρία Εφρεμίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη