Άλλες φορές σε μισώ παράφορα, άλλες σε λατρεύω με όλο μου το είναι και το μόνο που υπάρχει είναι εσύ και μόνο εσύ.

Ξέρεις πόσες φορές έχω αποκοιμηθεί με τις φωτογραφίες σου;

Ξέρεις πόσες φορές ένιωσα ένα τίποτα μπροστά στην φυγή σου;

Ανίκανη, αμίλητη, χωρίς βούληση. Σε κοιτούσα να φεύγεις με δεμένα χέρια και κλειστό στόμα.

Ήταν τόσο μεγάλη η λύπη μου, που με πάγωνε. Αυτό ένιωθα, κρύο και υγρασία μέχρι το κόκκαλο. Αλλά χαλάλι. Είναι τέσσερις και δέκα και είσαι εκεί μέσα στο μυαλό μου, κόβεις βόλτες. Δεν φεύγεις ποτέ. Ας γράψω για ‘σένα λοιπόν.

Τριακόσιες πενήντα μέρες και είκοσι δύο δευτερόλεπτα. Είκοσι δύο δευτερόλεπτα μετά το τελευταίο μας φιλί και την τελευταία μας σφαλιάρα.

Σφαλιάρα με δύναμη στο πρόσωπο ήταν ότι δεν θα μπορούσα να σε ξανάδω. 

Δεν ήταν η ζωή μου αυτή,  ήταν μια παράλληλη γραμμή δίπλα στην καθημερινότητά μου, όπου περπατούσα με κλειστά μάτια, σαν από ένστικτο.

Δεμένα τα μάτια λοιπόν, σε μια προσπάθεια να μην τυφλωθώ από το φως σου, όταν είσαι τριγύρω μου, αλλά ακόμη χειρότερα όταν ήσουν μακριά μου. Γιατί αυτό το γαμημένο σου φως, είχε μια τόσο βασανιστικά γλυκιά θαλπωρή, που μου ζέσταινε την ψυχή και την παρέσερνε μαζί του, την φυλάκιζε.

Ήμουν ανίκανη υπό την επήρεια της σκέψης σου. Με στοίχειωνες και αυτό γούσταρα πιο πολύ από όλα τα άλλα στη ζωή μου. Σε είχα δικό μου στα όνειρά μου, ξαπλώναμε μαζί σε σεντόνια παράνομα.

Και κάπου τώρα, να ζητήσω ένα συγνώμη από όλες μου τις ερωτικές σχέσεις. Όχι επειδή όσο και να προσπαθούσα δεν ήμουν εκεί, αλλά επειδή το χαμόγελο της ευτυχίας και της ολοκλήρωσης που βλέπατε, ήταν γιατί στο ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων μου, ερχόταν στο μυαλό μου αυτά τα κόκκινα σεντόνια. Γιατί μόνο κόκκινα θα μπορούσαν να ήταν τα σεντόνια που κάλυπταν αυτό το πάθος, αυτό το αγαπημένο μου λάθος.

Έχω κρατήσει ζωντανές όλες τις λεπτομέρειες. Από το φιλί σου, από την μυρωδιά σου, από τον μοναδικό τρόπο που αγκαλιάστηκαν στα σώματά μας. Τόσο εναρμονισμένα, ίδιο τέμπο, ίδιο πάθος, απόλυτα συντονισμένα. Στα κρυφά. Μυστικά και μακριά από όλους και από όλα.

Τόσο ήταν, τόσο έπρεπε να κρατήσει και αυτό έφτανε για να μείνεις ανεξίτηλος για πάντα μέσα μου. Μετά όταν σε έβλεπα και ήξερα ότι πρέπει να τελειώσει, μέσα μου πέθαινα και ξαναπέθαινα και αυτό κάθε μέρα.

Δεν έκλαψα ποτέ για σένα. Γιατί ξέρω ότι έχω γεννηθεί για να τυλιχτώ μαζί σου πάλι σε αυτά τα σεντόνια. Θυμάσαι;

Ασυναίσθητα, σε δυο κινήσεις. Θα σε κοιτάξω, θα με κοιτάξεις και θα φιληθούμε, σαν η ύπαρξή μας να το θεωρεί κάτι αυτονόητο.

Τόσα συναισθήματα μέσα μου, ένας κακός χαμός. Αλλά εσύ εκεί. Ένα τρέμουλο, ένα μούδιασμα, μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, ένα ρίγος, κι εσύ.

Να έρθεις πάλι, να πάρουν φωτιά τα σεντόνια, φωτιά η ζωή μου, φωτιά η ύπαρξή μου. Να έρθεις πάλι, έστω για μια ώρα και εγώ θα κρατήσω τις στιγμές που θα μου δώσεις όπως έκανα όλο αυτόν τον τελευταίο καιρό, με μαγκιά και με θράσος.

Γιατί είναι θράσος να είσαι τόσο κοντά μου και συνάμα τόσο μακριά μου.

Έλα, αγκάλιασέ με όπως τότε, βιαστικά να μη μας δει κανείς.

Συντάκτης: Πέννυ Δημοπούλου