Απ’ το πουθενά. Εκεί που οι άνθρωποι βηματίζουν μόνοι κι άσκοπα. Με αυτό το απροσδιόριστα ανέκφραστο βλέμμα, με τις απροσδιόριστα νεκρές διαθέσεις. Εκεί που το «οπουδήποτε» δεν είναι το άπειρο, αλλά το τίποτα. Με την ανεξήγητα έντονη έλλειψη, με τις ανεξήγητα μοναχικές επιλογές. Εκεί που ο χρόνος κυλάει και σκορπίζεται. Με το ανομολόγητα τρομακτικό χάσιμο, με τις ανομολόγητα ανούσιες στιγμές.

Απ’ το πουθενά. Εκεί που τίποτα δε λογαριάζεται ως κάτι. Εκεί που το νόημα νικήθηκε στα σημεία. Εκεί που καρδιές από πέτρα στρίμωξαν τη ζωή μέσα στα μέτρα. Εκεί που οι άνθρωποι αφήνονται όχι σε εκείνα που τους παρασύρουν, αλλά σε εκείνα που τους αποσύρουν. Σταδιακά, φοβικά κι απ’ όλα.

Απ’ το πουθενά. Από εκείνο το μέρος του μυαλού που παραλογίζεται αμαχητί. Από εκείνο το αδιέξοδο που τερματίζει όσα δεν πρόλαβαν καν να αρχίσουν. Από εκείνον τον εφιάλτη που τρομάζει ονείρατα κι ανεμελιές. Από εκείνο το σημείο της καρδιάς που πάγωσε από αντίδραση. Από εκείνη τη φυλακή που δεν προβλέπει δυνατότητα απόδρασης.

Στο όπου μας βγάλει. Εκεί που εγώ κι εσύ βηματίζουμε μαζί κι ενωμένοι. Με αυτό το άπειρα ερωτευμένο βλέμμα, με τις άπειρα ευτυχισμένες διαθέσεις. Εκεί που το «οπουδήποτε» είναι το «παντού» και το «για πάντα». Με την έντονη ανάγκη του «μαζί», με το «εσύ κι εγώ» ως μοναδική επιλογή. Εκεί που ο χρόνος κυλάει κι αξίζει. Με την ανομολόγητη νίκη, με τις ανομολόγητα αλησμόνητες στιγμές.

Στο όπου μας βγάλει. Εκεί που το κάτι λογίζεται ως ό,τι καλύτερο. Εκεί που το νόημα ανακαλύφθηκε στις λεπτομέρειες. Εκεί που οι καρδιές από πέτρα έλιωσαν όταν γλύτωσαν απ’ τα «πρέπει». Εκεί που εσύ κι εγώ αφηνόμαστε, όχι σ’ αυτά που μας κερδίζουν, αλλά σ’ αυτά που κερδίσαμε εμείς, όταν βρεθήκαμε. Μεμιάς, ονειρικά και για όλα.

Στο όπου μας βγάλει. Σε εκείνο το μέρος του μυαλού που παραλογίζεται από επιλογή. Από εκείνο το αδιέξοδο όπου συναντήθηκαν τα τέλματά μας. Σε εκείνον τον εφιάλτη που μας ξυπνά αγκαλιασμένους κι ήρεμους. Σε εκείνο το σημείο της καρδιάς που φυλακίστηκε από φόβο, μα απέδρασε από αντίδραση.

Απ’ το πουθενά στο όπου μας βγάλει. Αυτοί είμαστε εμείς κι αυτή είναι η διαδρομή μας. Χάσαμε την πορεία μας προσπαθώντας να βρούμε την ευτυχία μας και τελικά βρήκαμε την ευτυχία μας, όταν απλά δεν είχαμε πια πορεία. Όταν περιπλανηθήκαμε χωρίς να αποζητούμε κανέναν και τίποτα, βρήκαμε αυτόν τον έναν που κουβαλούσε μέσα του τα πάντα.

Και βάλαμε το ανούσιο στη θέση του. Ανούσιοι είναι για εμάς πια ο χρόνος κι ο χώρος. Όχι ο άνθρωπος, όχι οι αξίες, όχι οι επιθυμίες. Δεν έχει σημασία το πού και το πότε, αν είμαστε μαζί στο «όπου να ‘ναι».. Δε φοβόμαστε αυτά που έρχονται και δε μένουν, γιατί μένουμε εμείς. Λίγο πιο αγαπημένοι, λίγο πιο ενωμένοι, λίγο πιο ανίκητοι. Και λίγο πιο εμείς.

Πέτα τους χάρτες, σβήσε τις σημειώσεις, ξόρκισε τις αμαρτίες, διάψευσε τους κακούς οιωνούς. Ξέχνα αυτά που στη θύμησή τους απαξιώνεται η ζωή. Δώσε τα παράσημα στην τύχη κι απόδωσε τα εύσημα στη δύναμη της ψυχής.

Εμείς δε γνωρίσαμε κακό. Γνωρίσαμε απλά το μέτρο σύγκρισης του καλού. Κι αγαπηθήκαμε γι’ αυτά που μας καταδίκαζαν για καιρό στη μοναξιά μας. Δεν ήταν η ανάγκη που μας έφερε κοντά. Το κοντά μάς έφερε την ανάγκη να μη χωρίσουμε ποτέ.

Δεν υπάρχει πια το πουθενά. Υπάρχει μονάχα το «όπου μας βγάλει». Κι αν κι αυτό αποδειχθεί αδιέξοδο τελικά, εφόσον το πρώτο αδιέξοδο με έφερε στο δρόμο σου, δέχομαι όλη μας η ζωή να είναι αδιέξοδα. Αδιέξοδα που τερματίζουν στην ευτυχία.

Έλα. Φεύγουμε.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη