Οι νυν γίνονται πρώην. Με μια διαδικασία που μοιάζει βασανιστικά ατελείωτη και μια απόφαση που στιγμιαία κόβει τα κοινά στα δύο. Στα δύο κόβονται κι οι κτητικές αντωνυμίες. Τα δικά σου. Τα δικά τους. Τα «μαζί» ξεχασμένα σε φωτογραφίες, που έτσι κι αλλιώς δεν τυπώθηκαν ποτέ. Θα σβηστούν κι αυτές από πολυκαιρισμένες κάρτες μνήμης κι από χαλασμένες συσκευές που φυλάσσονται ως κειμήλια της νεότητάς μας.

Και το σπίτι; Ήταν πρώτα του ενός, μετά έγινε των δύο και μετά ξανά του ενός. Συγκατοίκηση. Λέξη σύνθετη. Έχει μέσα της ένα «συν» που αποζητά να διασπαστεί από εκείνον που επιλέγει να φύγει. Στοιβάζει τα πράγματα, ανοίγει την πόρτα, αφήνει μέσα τα κλειδιά κι αποχωρεί, χωρίς δυνατότητα επιστροφής. Τα πήρε όλα; Εν βρασμώ ψυχής ξεσκαρτάρισε ντουλάπες, σεργιάνισε τα δωμάτια κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά για να μην αφήσει υπολείμματα αγάπης. Και κυρίως για να μην αφήσει αφορμές αναγκαστικής επικοινωνίας με τους πρώην για, τάχα μου, χρήσιμα ξεχασμένα αντικείμενα.

Κι η πόρτα κλείνει. Τι απομένει; Τα μισά. Μισές κρεμάστρες με ρούχα και μισές χωρίς. Μισή παπουτσοθήκη. Μισό ράφι στο μπάνιο με είδη πρώτης ανάγκης. Κι ένα ολόκληρο κρεβάτι με μισή πλευρά. Η άλλη για καιρό θα πενθεί τις απουσίες και δε θα πλησιάζεται. Θα μυρίζει, θα θυμίζει, θα πονάει. Θα ξεβολεύει.

Τύχη κι ευτυχία να μην άφησαν τίποτα πίσω τους εκείνοι που αποχώρησαν οικειοθελώς. Βολικά μες στο άβολο κενό τους τα άδεια που θα συνηθίσει το μάτι και θα γεμίσουν σιγά-σιγά με ακαταστασία. Με προσθήκες που θα μείνουν ή θα βρουν τον δρόμο τους έξω απ’ την πόρτα.

Τα υπολείμματα να φοβάσαι. Αυτά που δεν έφυγαν όταν έπρεπε. Αυτά που δε νοιάστηκε να πάρει ο φυγάς, γιατί του ήταν αδιάφορα. Τόσο αδιάφορα, όσο αδιάφορος του είσαι μάλλον κι εσύ. Μια χρησιμοποιημένη οδοντόβουρτσα, ένα τρύπιο ζευγάρι κάλτσες, ένα διαφημιστικό στιλό, μια ξεφτισμένη ζώνη, ένα διαβασμένο βιβλίο, ένα δώρο σου που δεν ήταν τελικά και τόσο του γούστου του.

Και μερικά ακόμα που του διέφυγαν κι ίσως κάποτε τα ζητήσει πίσω. Ένα ρολόι, ένα μαγιό, ένα παλτό, ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου. Και θα τα βρίσκεις μπροστά σου κάθε φορά που θα ορκίζεσαι πως έχεις πάει παρακάτω. Κάθε φορά που θα συνηθίζεις την καθημερινότητα στην απουσία, θα είναι εκεί. Σε ένα συρτάρι κάτω από κάποιες μπλούζες που σπάνια φοράς, σε ένα τσαντάκι που σπάνια ανοίγεις, στην αποθήκη που σπάνια πηγαίνεις.

Θα βρίσκεται στα εποχιακά είδη. Μια χριστουγεννιάτικη κάρτα που είχες βάλει πέρσι πρώτη μούρη στο σαλόνι, μια αποκριάτικη στολή που είχε φορέσει, μια πετσέτα θαλάσσης αγορασμένη απ’ το νησί στις πρώτες σας διακοπές. Δε θα αφήνει τις εποχές να περνούν χωρίς να ‘ναι εκεί. Λες και βάλθηκε να διατηρήσει με μπόλικη ναφθαλίνη αυτά που λυτρωτικά θα αφάνιζε ο σκόρος.

Θα τα πετάξεις; Θα τα κρατήσεις για πάρτη σου; Θα τα ξαναβάλεις εκεί που ήταν ελπίζοντας πως του χρόνου στο επόμενο γύρισμα των εποχών δε θα πονάνε τόσο και θα βρεις τότε το κουράγιο να τα ξεφορτωθείς; Θα τα βάλεις σε μια κούτα και θα τα στείλεις πακέτο εκεί που εξαρχής έπρεπε να είχαν πάει; Θα τα μυρίσεις; Θα κλάψεις πάνω τους; Θα σιχτιρίσεις; Δε θα το παραδεχτείς. Καλύτερα. Σε σώζει ό,τι σου έχει περισσέψει από εγωισμό.

Αυτό είναι το σπίτι σου. Δεν μπορείς να ‘σαι ξένος εκεί που θα ‘πρεπε να ‘σαι ασφαλής. Δεν μπορείς να ‘σαι μισός εκεί που θα έπρεπε να νιώθεις ακέραιος. Και ξέρεις, τα μισά στα μαθηματικά δεν είναι ακέραιοι αριθμοί. Είναι δεκαδικοί. Το ευτυχές είναι ότι τα μισά στρογγυλοποιούνται προς τα πάνω. Έτσι κάπως θα στρογγυλοποιηθείς κι εσύ ξανά στη μονάδα. Έτσι το σπίτι θα γίνει ξανά του ενός. Του ενός ολόκληρου.

Πότε; Άγνωστο. Ίσως όταν θα γίνεις κι εσύ αδιάφορος. Όταν δε θα έχει σημασία τι άφησε πίσω του εκείνος που έφυγε, αλλά τι πήρε μαζί του. Γιατί αν το καλοσκεφτείς, αυτά που πήρε μαζί του έκαναν κάποτε το σπίτι πιο αφιλόξενο από όσο το κάνουν τώρα αυτά που άφησε. Πήρε τις φωνές, τους τσακωμούς, τις ζήλιες, τις υπερβολές, τις κακίες. Αυτά δεν έμειναν στο σπίτι. Δεν είναι καλύτερα έτσι;

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη