Οι άλλες σ’ αγάπησαν περισσότερο. Εγώ βλέπεις, είχα αγαπήσει λίγο υπερβολικά πολύ τις πληγές μου. Μη φανταστείς τίποτα γδαρσίματα ή χτυπήματα. Εκδορές στο δέρμα που τις σκάλιζα με μανία . Λες να μην ήθελα να τις επουλώσω; Ίσως είχα μάθει πια τόσο πολύ να ζω μ’ αυτές που φρόντιζα να τις διατηρώ. Αν φύγει η πληγή θα μείνει σημάδι. Κανονικός πεθαμένος πόνος που φωνάζει διάρκεια. Το φρέσκο τουλάχιστον λες πως μπορεί να ‘ναι και πρόσφατο.

Οι άλλες σ’ αγάπησαν περισσότερο. Γιατί εκείνες ήθελαν να σ’ αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Εγώ ήθελα απλά να διαψεύσω τις συνήθειες. Εκείνες τις καταραμένες επαναληπτικότητες που με γυρνούσαν πάντα σπίτι μου με την τηλεόραση να παίζει διαφημίσεις και το φούρνο μικροκυμάτων να ξαναζεσταίνει άγευστο πια φαγητό. Εγώ ήθελα να μην είμαι εκείνη η κοπέλα που πέρασε χθες βράδυ δίπλα μου στο πεζοδρόμιο με τη μάσκαρα μουτζουρωμένη και τα μαλλιά ανάκατα. Εγώ ήθελα να μην είμαι εκείνη που ακούει πάντα τον τηλεφωνητή στις κλήσεις που δεν πρόκειται να απαντηθούν. Εγώ ήθελα να μην είμαι εκείνη που ψάχνει απελπισμένη να ρίξει στα ζώδια τις ευθύνες.

Από εσένα δεν είχα την προσμονή να είσαι τίποτα ιδιαίτερο. Λίστα φτιάχνω για το σούπερ μάρκετ κι είναι όλα όσα θέλω, αναλώσιμες ανάγκες. Εσύ είσαι ανάγκη που με ταλαιπωρείς από καιρό  και σίγουρα για καιρό. Όχι εσύ συγκεκριμένα. Κάθε εσύ. Βλέπεις, εσύ για μένα δεν ήσουν κάτι συγκεκριμένο. Ήσουν απλά κάτι ασφυκτικά απαραίτητο που έπρεπε -για να ικανοποιηθεί- να προσωποποιηθεί κιόλας.

Οι άλλες σ’ αγάπησαν περισσότερο. Γιατί εκείνες είχαν τα λούσα τους, τις βολές τους, τους λογαριασμούς τους τακτοποιημένους και τους συμβιβασμούς τους συμφιλιωμένους. Κι είχαν χώρο για σένα. Είχαν χρόνο για σένα. Είχαν επιθυμία για σένα. Εγώ είχα επιθυμία για κάτι απλά καλύτερο από το τίποτα.

Ξέρω πως το καταλάβαινες. Πότε δε σου απένειμα τα εύσημα, πότε δε σου έριξα τις ευθύνες. Δεν είχα κάτι μαζί σου. Σαν καφές που κατακάθισε στο φλιτζάνι, αλλά τον πίνεις από συνήθεια κι ανάγκη. Γιατί τελικά δεν έχει σημασία αν σ’ αρέσει η όχι, αλλά αν θα σε κρατήσει ξύπνιο τις ώρες που πρέπει να λειτουργήσεις. Έτσι κι εσύ. Δεν είχε σημασία αν σε ήθελα ή όχι, αλλά αν θα με κρατούσες ζωντανή τις μέρες, τους μήνες, τα χρόνια που έπρεπε να ζήσω γιατί θα έφευγαν και δε θα γυρνούσαν .

Οι άλλες σ’ αγάπησαν περισσότερο. Κι ας μην έμειναν τελικά. Για όσο ήταν εκεί, ήταν γιατί γούσταραν εσένα. Κι έφυγαν με το δίκιο τους ή χωρίς, όταν θέλησαν κάτι άλλο η όταν απλά τους τελείωσε το να θέλουν εσένα. Εγώ; Εγώ έμενα γιατί σε γούσταρα περισσότερο από το μονό κρεβάτι. Γιατί σε γούσταρα περισσότερο από το περίεργο βλέμμα του ντελιβερά που έφερνε πάντα φαγητό μόνο για έναν. Σε γούσταρα περισσότερο από τις προσκλήσεις που προέβλεπαν πάντα να πάω με τη σχέση μου κι εγώ εμφανιζόμουν μόνη.

Ήσουν καλός άνθρωπος για μένα. Αν έχω παράπονα, τα ‘χω με το παρελθόν μου που μου χάλασε το παραμύθι, όχι μαζί σου. Απλά στην τελική εσένα σου αξίζει να είσαι για κάποια κάτι πολύ περισσότερο από καλός άνθρωπος. Κι εμένα μου έπρεπε να είμαι ειλικρινής εφόσον δεν μπόρεσα να είμαι τίποτα άλλο μαζί σου.

Οι άλλες σ’ αγάπησαν περισσότερο από μένα ή εγώ σ’ αγάπησα λιγότερο από εκείνες. Και μη με ρωτήσεις πώς μετριέται το πολύ στην αγάπη. Το ξέρει εκείνος που αγαπά και το διαισθάνεται εκείνος που αγαπιέται. Και δεν ξεφεύγουν ποτέ οι καρδιές απ’ την αλήθεια τους, μάτια μου. Δυστυχώς ή ευτυχώς.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου