Είναι μερικοί άνθρωποι με ένα δάκρυ καρφωμένο στο βλέμμα, αναποφάσιστοι για το αν θα το αφήσουν να κυλήσει τελικά.

Παίρνουν ανάσες κοφτές και οι λέξεις τους δε βρίσκουν δρόμο έξω απ΄ τη σκέψη τους σχεδόν ποτέ. Στέκουν στη άκρη σα σκιές, ζητιανεύοντας αγάπη με αντάλλαγμα παντοτινή υποταγή.

Τους διακρίνω αυτούς τους ανθρώπους από μίλια μακριά.

Μυρίζομαι το φόβο τους να υπάρχουν μόνοι στη ζωή.

Τους πλησιάζω κοιτώντας τους βαθιά στα μάτια, με άδηλη αναπνοή.

Γλείφω τα χείλη μου και χαμογελώ με φανερή αυτοπεποίθηση.

Τους απευθύνομαι με φωνή κοφτή και γεμάτη, ικανή να μπαίνει μέσα τους βαθιά.

Θέλω να νιώσουν μαζί μου σιγουριά, για να αφήσουν πάνω μου την ευθύνη της ζωής τους, που  τους πέφτει βαριά. Και τότε μπορώ να απολαύσω της ψυχής τους τη φρέσκια σάρκα, να μου χαρίζεται αδρά.

Ο κόσμος τους νομίζει θύματα και μένα θύτη μιαρό. Λάθος.

Και αυτοί κι εγώ δεν είμαστε παρά τα δύο μέρη μιας συμφωνίας σιωπηρής. Όπως συμβαίνει κατά κόρον στις σχέσεις πλείστου του κόσμου, δηλαδή. Σε εκείνες που οι άνθρωποι παλεύουν για τη θέση τους εξαρχής.

Κάποιος πρέπει να είναι ο πιο δυνατός.

Λέγεται δε, πως η σχέση παγιώνεται τη στιγμή που ο ένας αποφασίζει να παραδώσει την εξουσία του στον άλλο ολοσχερώς.

Όχι, δεν μοιράζονται οι άνθρωποι την ιεραρχία ισομερώς.

Ντύνονται τον πιο καλό τους εαυτό και παλεύουν για τον έλεγχο, ξεσκίζοντας τις σάρκες τους διαρκώς.

Η εξουσία είναι ανάγκη υπαρξιακή.

Κάθε ανεξάρτητη κίνηση του άλλου, είναι για τη σχέση ένας παράγοντας αστάθμητος και για αυτό αποσταθεροποιητικός.

Στην πραγματικότητα και το ίδιο το «σχετίζεσθε» είναι εμπειρία αποσταθεροποίησης.

Η σχέση εγείρει συναγερμό, καθώς θέτει υπό κρίση τα δεδομένα του καθενός ξεχωριστά.

«Ποιος ακριβώς είμαι και πόσο καλός είμαι, με τι αξιώσεις μπορώ δίπλα στον άλλο να σταθώ;»

Αυτά κι άλλα τέτοια ερωτήματα πολλά τριβελίζουν του υπό ζευγαρώματος ανθρώπου τη σκέψη, αντικρίζοντας εξαίφνης τον ίδιο του υπό πρίσμα σχεσιακό.

Ορισμένοι έχοντας  μια προσωπική εικόνα αυθεντίας στο μυαλό, αρνούνται την πεποίθηση τους οι άλλοι να την αμφισβητούν.

Είναι άλλωστε και εκείνος ο τρόμος της εξ απροόπτου προδοσίας, που πρέπει πάση θυσία να ελεγχθεί.

Η εύθραυστη αυτοεικόνα του καθενός είναι έτοιμη να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή.

Η μόνη λύση εξορκισμού των όποιων αμφιβολιών είναι η επιβολή του στους άλλους.

 «Ποιος είσαι εσύ, που θα μου πεις εμένα, ποιο είναι το σωστό», ουρλιάζει τότε και αμέσως παίρνει της άμυνας το δρόμο, ήτοι τον επιθετικό.

Διαλέγει το ρόλο με γνώρισμα τη δύναμη κι όχι εκείνον της συνδιαλλαγής, για να σχετιστεί.

Φτιάχνει  μια σχέση που να επιβεβαιώνει αυτό που νομίζει ότι είναι ή εκείνο που νομίζει ότι είναι κι έτσι πορεύεται στo εξής:

Σε σχέση, αλλά δίχως επαφή.

Της ιστορίας ο κυρίαρχος, μεταξύ των δύο, ο πιο δυνατός. Κι ο άλλος; Παραμένει άραγε για πάντα υποτακτικός;

Χα! Ο ρόλος του μάρτυρα είναι η μεγαλύτερη παγίδα, που μέσα πέφτουν αιμόφυρτοι οι αφελείς εξουσιαστές.

Η απύθμενη κατανόηση, η πρόθυμη συγχώρεση, η διαρκής υποχώρηση, είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για τη δημιουργία ενοχών.

Αυτό το πλάσμα το γλυκό και πάντα ευγενικό, το μονίμως αναποφάσιστο και ουδόλως διεκδικητικό, μπορεί κάλλιστα να γίνει από όλους ο πιο χειριστικός.

Με καλυμμένη την επιθετικότητα του, πίσω από τη μάσκα του αδύναμου υποχωρητικού, στην πραγματικότητα δεν εκχωρεί αμαχητί την αυτονομία του σε εκείνον που φαντάζει ο πιο ισχυρός.

Η εξουσία της αδυναμίας είναι από τις πιο αφανείς μορφές εξουσίας, καθώς εκδικείται με πλάγιους τρόπους και λανθάνοντες επιθετικούς.

Με υπονοούμενα, καθυστερήσεις, μουτρώματα κι ενίοτε δημόσιους εξευτελισμούς.

Με δράματα και υπερβολές, με χειραγωγήσεις και ξεπατικωμένες από σαπουνόπερες συμπεριφορές.

Γιατί τέτοιες είναι οι σχέσεις, όπου πρωτοστατούν Θύματα και Θύτες, ως ανάξιοι της αγάπης εραστές.

Τέτοιοι που είμαστε, φοβιτσιάρηδες και αμφιθυμικοί, επιπλέουμε με χαρά στους βάλτους, αντί να ανοιχτούμε σε θάλασσες βαθιές.

Μακάριοι στην απουσία συγκινήσεων φαντασμαγορικών, απαλλάσσουμε ιδίους και συμβίους από ρίσκα συναισθηματικά.

Θύτες και θύματα στην πραγματικότητα δίδυμα αχώριστα και συνεργατικά.

Σαν πόλοι, που ο ένας δημιουργεί τον άλλο, ανταλλάσσουμε σε ένα χορό ενέργεια και εξουσία, μα δίχως κανόνες, αρμονία και ρυθμό

Είναι μερικοί άνθρωποι, που όσο  χρειάζονται  την αγάπη, τόσο με βία τη ζητούν.

Και την παίρνουν, σαν ένα παιδί μέσα σε ζαχαροπλαστείο, που από τη λαχτάρα του γκρεμίζει τη βιτρίνα με τις σοκολάτες καταστρέφοντας τις, ακριβώς επειδή τις θέλει τόσο πολύ.

Το διακρίνω αυτό το παιδί, κάθε που πλησιάζω στον καθρέφτη μου κοντά.

Σε εκείνη τη δύσκολη στιγμή στρέφεται απελπισμένο στο βάθος σαν να ψάχνει δρόμο διαφυγής.

Κι αν τύχει να αντικρίσει ανθρώπους με δάκρυα καρφωμένα στο βλέμμα, στρέφει τις μύτες των παπουτσιών του καταπάνω τους κι ορμά.

 

Συντάκτης: Ιωάννα Λιζάρδου