Βάδιζες για καιρό σε μια δύσκολη διαδρομή και κατάφερες εν τέλει, να βρεις την πηγή με το γάργαρο νεράκι.

Είσαι πλέον φοιτητής κι ένα πρωί από παιδί, ξυπνάς μεγάλος. Έτσι, λίγο άχαρα, άγαρμπα και διασκεδαστικά.

Πηδάς από τη χαρά σου, αγκαλιάζεις φίλους, γνωστούς και αγνώστους, ενώ παράλληλα χορεύεις, έναν δικό σου, τρελό, ακατανόητο χορό, μπροστά σε όλο το συγγενολόι, που συγκινημένο σε φτύνει και σε σταυρώνει ταυτόχρονα.

Μιλάς γρήγορα και κοφτά, προσπαθώντας οι λέξεις που εκτοξεύονται από τα χείλη σου, να συμβαδίζουν με το ρυθμό της καρδιάς σου. Μια ανυπομονησία σε διακατέχει. Θέλεις να τα δεις και να τα κάνεις όλα και το θέλεις τώρα.

Είσαι ο νικητής του παιχνιδιού και δεν μπορείς να συγκρατήσεις τους πανηγυρισμούς σου, εως ότου περιεργαστείς με τα μάτια σου, το λαμπερό σου τρόπαιο. Η επόμενη μέρα της νίκης, θα σε βρει με ένα κεφάλι λιγάκι βαρύ και το σώμα σου κουρασμένο, από το ξέφρενο party, που έκαναν οι σκέψεις σου.

Εικονικές αναπαραστάσεις της νέας σου ζωής, με μπόλικη δόση εξιδανίκευσης, σουλατσάριζαν στους διαδρόμους του μυαλού σου, κρατώντας σε ξύπνιο μέχρι τα ξημερώματα.

Νιώθεις έτοιμος να αλλάξεις τα πάντα πάνω σου, να παλέψεις για τη νέα σου ζωή, που είσαι πεπεισμένος πως θα είναι υπέροχη. Ένα χαμόγελο θα μείνει καρφωμένο πάνω σου, τουλάχιστον για καμιά βδομάδα, δείχνοντας επιδεικτικά πόσο περήφανος είσαι για τον εαυτό σου.

Οι μέρες που έρχονται, σε βρίσκουν να ακροβατείς σε τεντωμένο σχοινί. Χαμένος μέσα σε όλα εκείνα, που πρέπει να ανακαλύψεις χωρίς καμιά βοήθεια, παλεύεις να κρατήσεις τις ισορροπίες. Αναρωτιέσαι πώς θα είναι το καινούργιο στέκι του μυαλού σου κι αν θα μπορέσεις να εγκλιματιστείς από την πρώτη στιγμή.

«Θα με συμπαθήσουν άραγε οι συμφοιτητές; Θα θέλουν να βγούμε για καφέ και να μπλέξουμε τις ιστορίες μας; Λες τέσσερα χρόνια να τα περάσω κρυμμένος στη βιβλιοθήκη; Μπα αφού είμαι party animal και πολύ cool παιδί, να δεις θα γίνω famous αμέσως.» Βομβαρδίζεις τον εαυτό σου με ερωτήματα μεγατόνων κι ύστερα τον καθησυχάζεις, χτυπώντας τον ελαφρά στην πλάτη.

Όπως και να ‘χει, ξέρεις πως δεν σε παίρνει να φοβηθείς, ούτε να κάνεις πίσω.

Είναι η στιγμή σου και όλα τα κύτταρα σου πάλλονται προς μία μόνο κατεύθυνση, εκείνη της δράσης. Μονάχα η σκέψη, ότι θα μελετάς το αντικείμενο που πραγματικά σε φτιάχνει, σε κάνει να ξεχνάς, τις όποιες δυσκολίες έπονται. Ναι, δεν θα κρυφτείς, όσο περνούν οι μέρες αγχώνεσαι όλο και περισσότερο, μα εκείνος ο ενθουσιασμός, ανάθεμα τον πώς ξεφυτρώνει τις πιο κατάλληλες στιγμές, σβήνει κάθε αμφιβολία που γεννιέται μέσα σου εξαιτίας της παρεμβολής του ανελέητου χρόνου.

«Κάθε αρχή και δύσκολη» λένε όλοι, σε διάφορους τόνους και είναι σίγουροι πως θα συνηθίσεις γρήγορα και θα πας πολύ μπροστά. Δεν τους έχεις ανάγκη.

Είσαι ντοπαρισμένος με το πιο δυνατό ναρκωτικό, εκείνο της όρεξης για ζωή.

Μοιάζεις με την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Κάθε μέρα ξυπνά μέσα σου και κάτι διαφορετικό. Μικραίνεις μπροστά στους φόβους και μεγαλώνεις από την ανάγκη που έχεις να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου. Ένας καινούργιος κόσμος, μαγικός, ξανοίγεται μπροστά σου και πόσο πολύ θέλεις να μάθεις όλα του τα μυστικά.

Νιώθεις σαν το σούπερμαν εν δράσει, επειδή μπόρεσες να πλήρωσες μόνος σου το λογαριασμό της ΔΕΗ. Έχεις την ησυχία σου και το δικό σου χώρο και δεν το αλλάζεις με τίποτα αυτό. Τις πρώτες μέρες βέβαια, όλα μοιάζουν υπερβολικά ήσυχα και αφήνεις την τηλεόραση ανοιχτή μέχρι τα ξημερώματα, έτσι για παρέα.

Όμως αργά ή γρήγορα θα συνηθίσεις. Βγαίνεις βόλτα να μάθεις την πόλη και ερωτεύεσαι τον αέρα που πλανάται, γιατί ευωδιάζει η ανεξαρτησία σου. Πόσο μικρά μοιάζουν όλα μπροστά σου.

Είσαι μεγάλος πια κι ας μην ξέρεις καλά, καλά ακόμη τι σημαίνει αυτό. «Λες να μου αφήσει κουσούρι; Μα δεν είμαι ο μόνος». Και είναι αυτή ακριβώς η αίσθηση της ομάδας, που σε κάνει να θες να δεις και το παρακάτω.

Δεν είσαι ο μόνος και δεν είσαι μόνος.

Άλλοι τόσοι σαν και σένα περπατούν, στο καινούργιο μονοπάτι. Άλλοι τόσοι περπάτησαν το μονοπάτι αυτό. Δεν έχεις τίποτα να ζηλέψεις, θα τα καταφέρεις κι εσύ.

Και η πρώτη μέρα έρχεται με συνέπεια, στην προκαθορισμένη της στιγμή. Ένα ζιζάνιο μέσα σου, δεν σε έχει αφήσει να κλείσεις μάτι όλη τη νύχτα και έχεις σηκωθεί δύο ώρες νωρίτερα, μέσα στο χάραμα, για να ετοιμαστείς. Τα χέρια τρέμουν ελαφρά, το στομάχι έχει δεθεί κόμπος και που και που ψελλίζεις ένα «Όλα καλά θα πάνε», χωρίς να το πιστεύεις και πολύ.

Κουβαλάς μαζί σου τα απαραίτητα και άλλα τόσα, που έχωσες στην τσάντα, μέσα στον πανικό κι ύστερα από έναν αγώνα δρόμου με το χρόνο, φτάνεις έξω από τη σχολή σου.

Ένα μπουλούκι που σου μοιάζει, βαδίζει αργά προς την είσοδο. Χέρια, πόδια και καρδιές που φτερουγίζουν δυνατά.

«Καλημέρα! Βλάσης! Κι εσύ ψαράκι ε; Δεν πειράζει, που θα πάει, θα συνηθίσουμε».

 

Συντάκτης: Πόπη Κονοφάου