Ο κάθε άνθρωπος σκέφτεται και δρα με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Ακόμα κι εκείνοι που είναι μεγαλωμένοι σε παρόμοια περιβάλλοντα δεν είναι αναγκαίο ότι κατανοούν τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Κι είναι λογικό να μην έχουν όλοι τα ίδια πιστεύω και την ίδια ροή σκέψης. Όμως, καθώς πορεύεται κανείς, το πιο σημαντικό πράγμα είναι να έχει τον νου του ανοιχτό σε νέες πραγματικότητες και να προσπαθεί να μάθει από τον διπλανό του κάτι που ίσως μόνος του δε θα κατάφερνε.

Κάποιοι άνθρωποι αρνούνται να δουν τον κόσμο γύρω τους λίγο αλλιώτικα, να μπουν στη θέση του φίλου τους, του συντρόφου τους ή ακόμα κι ενός άσχετου που για κάποιο λόγο μπήκε στη ζωή τους. Κι είναι κρίμα να κλείνεται κανείς στα κουτάκια που έχει μάθει, αποκλείοντας κάθε ερέθισμα που μπορεί και να του δώσει ένα μπουστάρισμα, μια νέα πνοή, κάτι πικάντικο που ίσως του αλλάξει τα δεδομένα.

Κι όμως, υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι που όταν πας να τους εξηγήσεις κάτι νέο, όταν προσπαθείς να συστήσεις μια νέα ιδέα ή έναν νέο όρο, βάζουν αυτόματα τον διακόπτη στο off. Δε θέλουν να καταλάβουν, δεν έχουν καν την περιέργεια να να εξερευνήσουν μια νέα κατάσταση, ακόμη κι αν πρόκειται να την απορρίψουν τελικά. Κι εσύ ιδρώνεις να το εξηγήσεις όσο πιο απλά και μεστά μπορείς, γιατί ίσως είναι σημαντικό γι’ εσένα και θέλεις να αναλύσεις την κατάσταση, όμως δεν υπάρχει ανταπόκριση, ούτε διάθεση, σαν να μιλάτε άλλη γλώσσα.

Το φέρνεις από εδώ, το φέρνεις από εκεί, το ντύνεις, το κόβεις σε κομμάτια, το πας μέσω Λαμίας κι όμως δεν καταφέρνεις τίποτα. Γιατί το πρώτο βήμα για να σε κατανοήσει κάποιος είναι να ανοίξει τα αυτιά του και τα μάτια του. Όσο λιανά λοιπόν κι αν το εξηγήσεις, αν απευθύνεσαι σε έναν τοίχο, δεν μπορείς να περάσεις κανένα μήνυμα, καμία οπτική γωνία. Απλώς σπαταλάς τον χρόνο σου κι αυτό μπορεί να εξελιχθεί σε μια πολύ επίπονη και κουραστική διαδικασία για την ψυχική σου υγεία, ιδιαίτερα όταν ο παραλήπτης του μηνύματος είναι άνθρωπος που σε ενδιαφέρει να ακούσει, να καταλάβει και να δει τα πράγματα μέσα από τη ματιά σου.

Θα έλεγε κανείς κρίμα για εκείνον που δεν ανταποκρίνεται ή θα σε παρότρυνε να σταματήσεις να προσπαθείς και τα λοιπά, όμως όλοι γνωρίζουμε ότι αν θέλεις να εξηγήσεις κάτι σημαντικό γι’ εσένα ή αν σε παθιάζει αυτή η νέα οπτική κι έχεις ανάγκη να τη μοιραστείς, δε σε σταματάει κανένας τοίχος, κανένα εμπόδιο και θα συνεχίσεις να προσπαθείς μέχρι εξαντλήσεως.

Από την άλλη, αν δε σε λογαριάζει ο άλλος, για πόσο έχει νόημα να προσπαθείς και να κοπιάζεις για κάτι που θα πάει στράφι; Είναι σαν τον έρωτα, όπου η μη ανταπόκριση δε σε συγκινεί, εάν πραγματικά τρέφεις αισθήματα και τα δίνεις όλα, γιατί νιώθεις και βλάκας στο τέλος. Κι όσο κι αν θες να μοιραστείς, να πεις και να ακούσεις τον αντίλογο, σε όλα υπάρχει ένα στοπ, ένα σημείο που σου δείχνει ότι εδώ τελειώνει η υπομονή σου και πρέπει να προχωρήσεις παρακάτω.

Έτσι κι όταν κάποιος απλώς δε λέει να σε «ακούσει» με τίποτα, δεν υπάρχουν πολλά που μπορείς να κάνεις. Ίσως περάσει από το μυαλό σου ότι θα ήταν τόσο εύκολο να σε καταλάβαινε αν απλώς σου έδινε λίγο χρόνο και λίγη προσοχή. Μα, είναι έξω από τις δυνατότητές σου να κάνεις τον άλλον να σκεφτεί όπως εσύ και θα πέσεις σε αυτήν την παγίδα αν επιμείνεις κι άλλο. Μπορεί να πληγωθείς, αλλά στην τελική τα εντελώς ετερώνυμα είναι δύσκολο να βρουν το κοινό τους σημείο. Δεν είναι όλοι για όλα, όπως επίσης δεν είναι όλοι για όλους.

Ακόμη κι άνθρωποι που ως τώρα θεωρούσες κοντά σου, τώρα μπορεί να άλλαξαν ή να άλλαξες κι εσύ κι έτσι, κάπως, όσο προχωράμε στη ζωή οι δρόμοι χωρίζουν κι άλλα μονοπάτια ανοίγονται σε καινούριες διαδρομές. Γιατί κάποιοι έχουν όρεξη να ζήσουν, να μάθουν, να δοκιμάσουν κι άλλοι να μείνουν στα γνωστά, ασφαλή μέρη που γνωρίζουν κι εμπιστεύονται. Κι ας είναι αδιέξοδα.

Συντάκτης: Ίλυα Τρανούδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου