Τις περισσότερες βραδινές εξόδους μας τις περνάμε απ’ το βολικό στρατόπεδο του πελάτη. Βγαίνουμε να πούμε τα νέα μας, να διασκεδάσουμε, να γλυκάνουμε τον πόνο μας με αλκοόλ ή ακόμα καλύτερα να γιορτάσουμε τη χαρά μας. Τι συμβαίνει, όμως, με τους ανθρώπους που βρίσκονται εκεί για να μας εξυπηρετήσουν και να μας βοηθήσουν να περάσουμε καλά;

Ακόμη θυμάμαι τον ταξιτζή που, πριν μερικά χρόνια, με γύρισε ένα βράδυ σπίτι τέρμα σουρωμένη. Πολλά ποτά, ίσως και μπόμπες και το αποτέλεσμα σίγουρα όχι ευχάριστο. Στη διαδρομή για το σπίτι, ο οργανισμός μου ήθελε να ξεφορτωθεί το πολύ αλκοόλ. Πριν καλά-καλά προλάβει να σταματήσει στην άκρη, άνοιξα την πόρτα κι έκανα εμετό. Και τότε αντί να με βρίσει, ανάλαβε ρόλο φίλου και κηδεμόνα. Μου έφερε χαρτί και νερό, περίμενε λίγο να συνέλθω κι όταν με πήγε σπίτι, περίμενε μέχρι να σιγουρευτεί πως έφτασα ασφαλής στην πόρτα μου.

Ίσως αυτή να ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα τη δυσκολία των βραδινών επαγγελμάτων. Η μοίρα, όμως, παίζει (κλασικά) άσχημα παιχνίδια και λίγο καιρό αργότερα βρέθηκα στο άλλο στρατόπεδο, στη θέση της σερβιτόρας σε νυχτερινό μαγαζί. Οφείλω να ομολογήσω πως εκεί τελειοποίησα την τέχνη του ψεύτικου χαμόγελου.

Όλες οι δουλειές έχουν τη δυσκολία τους, τα αρνητικά και τα θετικά τους, μα το να δουλεύεις βράδυ και να ‘ρχεσαι σε επαφή ως επί το πλείστον με μεθυσμένους είναι άλλο πράγμα. Κάπου μέσα στη ζάλη τους οι πελάτες χάνουν ακόμα πιο εύκολα την υπομονή τους, αγνοούν ή μάλλον αδιαφορούν πως βρίσκονται σε ένα μαγαζί γεμάτο και δύο άτομα τρέχουν να τους εξυπηρετήσουν όλους.

Ξεπερνούν τα όρια, θεωρούν αυθαίρετα πως μπορούν να καμακώνουν αβέρτα όσους βρίσκονται εκεί γιατί δουλεύουν και σπάνε ρεκόρ αγένειας. Κι απ’ την άλλη μεριά, όλοι εμείς που οφείλουμε να είμαστε χαμογελαστοί κι ευγενικοί και να γίνουμε νίντζα ή έστω να κάνουμε μαθήματα παρκούρ για να μπορούμε να κινηθούμε μες στο χώρο γλυτώνοντας το στριμωξίδι κι αποφεύγοντας τις χορευτικές φιγούρες.

Έπειτα, κάνεις συζητήσεις με τον μπάρμαν και τον dj και βλέπεις πως κι αυτοί δεν περνάνε και πολύ καλύτερα. Ο μεν μπάρμαν έχει κουραστεί να τον περνάνε για ψυχολόγο και να ακούει τα εσώψυχά τους ενώ παράλληλα απαιτούν και τη συμβουλή του, έχει ανακατευτεί να πίνει τα κερασμένα σφηνάκια, γιατί οι υπόλοιποι ξεχνάνε πως εκείνος παράλληλα δουλεύει και μέσα σε όλα πρέπει φυσικά να χαμογελάει γιατί είναι η βιτρίνα του μαγαζιού.

Είναι κι αυτός ο dj που τη μόνη μουσική που δεν μπορεί να παίξει είναι αυτή που διασκεδάζει εκείνον. Λίστες από εδώ λίστες από εκεί, βράδια επαναλαμβανόμενα με ίδιες μουσικές και πελάτες με παραγγελίες αν μη τι άλλο άσχετες με το μουσικό περιβάλλον του μαγαζιού, που όμως απαιτεί να τις ακούσει, γιατί ο πελάτης έχει πάντα δίκιο.

Ας μην ξεχνάμε, όμως, ειδικά οι Θεσσαλονικείς, τον καημένο οδηγό του νυχτερινού λεωφορείου. Τι βλέπουν άραγε και τα δικά του μάτια κάθε βράδυ; Που η διαδρομή που σε φυσιολογικές συνθήκες γίνεται σε μισή ώρα (χωρίς κανένα κόκκινο περασμένο φανάρι), χρειάζεται το διπλάσιο χρόνο να πραγματοποιηθεί, καθώς κανένας φοιτητής δε θα παρατήσει την προσπάθεια να ανέβει στο αστικό, εκτός αν τον χτυπάει η πόρτα καθώς αυτή προσπαθεί να κλείσει.

Ας μη σχολιαστεί φυσικά το γεγονός πως κανένας –ακόμη και να ήθελε– δεν επικυρώνει το εισιτήριό του. Ένας οδηγός κάποτε περιέγραφε ένα περιστατικό όπου ένας μεθυσμένος επιβάτης έκανε εμετό μέσα στο λεωφορείο ενώ αυτό ήταν γεμάτο από κόσμο. Ένιωσα λίγη ντροπή, καθώς δεν απείχε πολύ απ’ τη δική μου εμπειρία. Τι το πίνουμε αφού μας πίνει;

Ωραίες, λοιπόν, οι βραδινές έξοδοι, μα ας μην ξεχνάμε πού τελειώνουν τα δικαιώματά μας και πού αρχίζουν των άλλων. Μόνο εκτίμηση και σεβασμός στην προσπάθεια που καταβάλουν όλοι οι παραπάνω για τη διευκόλυνση και τη διασκέδασή μας όλη τη νύχτα.

 

Συντάκτης: Έλενα Παπακώστα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη