Τόσα βράδια έχω περάσει μαζί σου. Όχι και τόσα, αλλά αρκετά. Στην αρχή ήξερα ότι δεν πρέπει να ξανασυμβεί. Όχι γιατί αυτό ήθελα εγώ, αλλά γιατί αυτό μου επέβαλλες εσύ. Δε συνέβη ποτέ. Δεν κρατήθηκα, δεν είπες «όχι».
Στη συνέχεια, ήξερα ότι ήμασταν φίλοι οι οποίοι είχαμε αναπτύξει μία τέτοια οικειότητα που μπορούσαμε μία φορά στο τόσο να περνάμε το βράδυ μαζί. Αυτή τη φορά το ήξερα, όχι γιατί αυτό μου έλεγες εσύ –το έλεγες, βέβαια–, αλλά γιατί αυτό έβλεπα κι εγώ ότι είμαστε.
Παρ’ όλα αυτά, το ήξερες. Το είχες νιώσει, στο είχα πει. Σε είχα ερωτευτεί τρελά. Δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ αυτό κι ήμουν έτοιμη να βάλω τα κλάματα. Δε με άφησες. Δεν ήσουν ερωτευμένος μαζί μου, ποτέ δε θα μπορούσες να με ερωτευτείς, έλεγες. Έτσι απομακρυνθήκαμε, γίναμε ξανά σκέτοι φίλοι.
Εξακολουθούσα να σε θέλω όσο τίποτα άλλο, μα είχα φτάσει στο σημείο να το κρύβω με όλες μου τις δυνάμεις. Εσύ έβλεπες αυτό που σε βόλευε. Μια φίλη όπως την ήξερες πριν περάσεις μαζί της το πρώτο βράδυ.
Αρχίσαμε να βρισκόμαστε ξανά. Αυτή τη φορά, οι συνθήκες ήταν πιο ευνοϊκές και για τους δύο. Εσύ δεν ένιωθες το βάρος της περίπτωσης του να με πληγώσεις επειδή δεν ένιωθες για έμενα ό,τι ένιωθα εγώ για εσένα κι εγώ κρυμμένη πίσω απ’ το ρούχο της προσποίησης μπορούσα να απολαύσω ένα πιο αληθινό και χαλαρό κομμάτι σου.
Ήταν η πρώτη φορά, λοιπόν, που τίποτα δε συνέβη όπως είχα συνηθίσει να συμβαίνει μαζί σου. Απ’ τη στιγμή που άνοιξε η πόρτα μέχρι τη στιγμή που έκλεισε, γινόταν αυτό για το οποίο ήρθες. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Δεν κοιμηθήκαμε μαζί, δεν ήθελα.
Η επόμενη μέρα με βρήκε χαρούμενη αρκετά. Ένιωθα καλά με αυτό που είχε προηγηθεί κι ένιωθα σαν να σε γνώρισα λίγο καλύτερα. Σαν να είδα ένα άλλο κομμάτι σου το οποίο δε μου είχες επιτρέψει ακόμα να γνωρίσω.
Οι μέρες πέρασαν κι άρχισες να μου λείπεις. Ήθελα να σε ξαναδώ, μα δεν έπρεπε να σου το ζητήσω. Δεν έπρεπε να καταλάβεις πόσο σε θέλω. Ένα βράδυ Παρασκευής έμοιαζε κατάλληλο κι έτσι απ’ την αρχή ακόμη της εβδομάδας είχα γεμίσει άγχος για να εξελιχθούν όλα τέλεια. Να είμαι όμορφη για να μην μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω μου και να σου συμπεριφερθώ με τέτοιο τρόπο ώστε να καταλήξουμε να περάσουμε ένα ακόμη βράδυ μαζί.
Εν τέλει, τίποτα απ’ τα παραπάνω δε χρειάστηκε να κάνω. Πήρες την πρωτοβουλία. Ήρθες με βρήκες από μόνος σου. Η χειρότερη πρωτοβουλία που έχεις πάρει ποτέ. Αυτό το βράδυ μου χάρισες τόσα πολλά και μου στέρησες ακόμη περισσότερα.
Σήμερα χάθηκα. Δεν ξέρω ποια η σχέση μου μαζί σου. Είμαστε φίλοι; Είμαστε φίλοι κι εραστές; Είμαστε μόνο εραστές; Μήπως τελικά είμαστε μόνο σεξ κι απλά η φαντασία μου μού παίζει τρελά παιχνίδια;
Με τρόμαξες εκείνο το βράδυ. Τρόμαξα μπροστά στην τόσο τελειότητα των φιλιών και των κορμιών μας. Τρόμαξα στην τόση τελειότητα της εικόνας σου, γυμνός και μισοζαλισμένος απ’ το αλκοόλ δίπλα μου. Να αφήνεσαι σε εμένα. Για πρώτη φορά να μη σε νοιάζει τίποτα και κανείς. Ήμασταν απλά εγώ κι εσύ. Χωρίς ντροπή με μόνο οδηγό το πάθος.
Μου έχει κοπεί η ανάσα. Δεν μπορώ να το διαχειριστώ όλο αυτό. Ποτέ δεν ένιωθα την ανάγκη να βάλω έναν τίτλο στις σχέσεις μου. Μα τώρα το έχω τόσο ανάγκη, να μάθω τι νιώθεις για εμένα έστω. Αν ένιωσες κάτι. Έτσι κι αλλιώς, κανένας τίτλος και καμία ταμπέλα δεν ταιριάζει στην περίπτωσή μας. Εγώ είμαι στη σελίδα της ζωής με τίτλο «Σε λατρεύω» κι εσύ στη σελίδα με τίτλο «Μόλις άρχισα να νιώθω άνετα μαζί σου». Σε άλλο βιβλίο βρισκόμαστε, γραμμένο από δύο εντελώς διαφορετικούς και τόσο ίδιους συγγραφείς.
Μήνες τώρα σηκώνω το χέρι μου να με δεις. Να δεις ότι είμαι εγώ για εσένα κι εσύ για εμένα. Με επιμονή και πείσμα συνεχίζεις να διατηρείς τα μάτια σου κλειστά. Κι όταν τα ανοίγεις, φοράς τις παρωπίδες που σου επιτρέπουν να δεις αυτό που σε βολεύει. «Μάτια ερμητικά κλειστά». Ορίστε ο τέλειος τίτλος για εμάς.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη