Το καινούριο σπίτι στο οποίο μετακομίσαμε είναι δίπλα σε ένα δημοτικό σχολείο. Μεσοτοιχία.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν οτι θα ακούγαμε διαρκώς φωνές. Όταν είδα δε, ότι το παράθυρο της κουζίνας και το πίσω μπαλκόνι βλέπει ακριβώς στην αυλή του σχολείου, η δεύτερη σκέψη μου ήταν χειρότερη από τη πρώτη και είχε μέσα και βρισιά.

Ευτυχώς στην αρχή ήταν Χειμώνας, δεν ανοίγαμε πολύ τα παράθυρα και δεν έφτανε η φασαρία στ’αυτιά μας. Βέβαια είχαν τύχει άλλα περίεργα, να κλείνουν το πρωί το αυτοκίνητο μου δεκάδες αυτοκίνητα για να αφήσουν τον απόγονο τους στο σχολείο κι αυτό να διαρκεί υπερβολικά πολλή ώρα.

Κι εμείς δηλαδή, οι ελεύθεροι να μην πάμε κάποια στιγμή στη δουλειά μας; Αγανάκτηση. 

Κάποια στιγμή μου άφησαν έως και σημείωμα για να μην παρκάρω απ’ έξω. Είναι μόνο για εκπαιδευτικούς. Το διανοείσαι; 

Άρχισε να καλοκαιριάζει. Άφηνα ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας για να κάνει ρεύμα το βράδυ, και στις οχτώ το πρωί βαρούσαν τα σχολικά κουδούνια. Χριστέ μου, Παναγία μου και δώδεκα Απόστολοι μου! Είχα ακόμη μια γεμάτη ώρα ύπνου. Αυτό συνέβαινε ακομη και τα Σαββατοκύριακα, δεν το απενεργοποιούσαν ποτέ. Χτυπούσε ανά ώρα. Για κάθε διάλειμμα.

Σηκώθηκα λοιπόν άλλο ένα μάταιο πρωινό, νωρίτερα από το κανονικό και κατευθύνθηκα προς τη κουζίνα. Πέτυχα την ώρα που όλες οι τάξεις και οι δάσκαλοι είναι στο προαύλιο για τη πρωινή προσευχή.

Βγήκα στο μπαλκόνι για να ακούω ακόμη καλύτερα. Εμφανίζεται λοιπόν ένα παιδάκι μια σταλιά μέσα απ’το πλήθος, παίρνει το μικρόφωνο με θάρρος και αρχίζει «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς. Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου, ελθέτω η Βασιλεία σου…  Αμήν.»  Έκανα κι εγώ το σταυρό μου,μαζί τους κι ας ήμουν στη κουζίνα του σπιτιού μου. Περίεργα πράγματα. Ήταν λες και ήμουν κυριολεκτικά ανάμεσα τους.

Κι έτσι, εντελώς ξαφνικά και αβίαστα, βρήκα το θετικό μέσα στο αρνητικό. Το λες και σπουδαίο αυτό.

Από τότε, έκανα πολλές φορές τη προσευχή μου μαζί τους το πρωί. Το αμάξι μου συνέχισα να το παρκάρω απ’ έξω όμως.

Κάθε πρωί, κάποιο τμήμα έχει γυμναστική, μπαίνοντας λοιπόν στο αμάξι μου, εκεί στο παρκινγκ των δασκάλων σταθερά, βλέπω τα παιδιά να τρέχουν και να διασκεδάζουν.

Κάποια είναι πιασμένα χέρι χέρι, τόσο ανέμελα και ήρεμα που αναρωτιέσαι αν είναι ταινία ή πραγματικότητα. Και με αυτή την εικόνα, μπαίνω στο αμάξι μου πολύ ελαφρύτερη και αισιόδοξη.

Αυτή η εικόνα, μου θυμίζει κάθε μέρα πως κάποτε ήμουν κι εγώ έτσι και όλοι μας ήμασταν έτσι. Πώς αυτή ακριβώς είναι η αληθινή μας φύση. Ανέμελη, γλυκιά, χαρούμενη.

Τελικά είναι όντως παγίδα να μεγαλώνεις. Παρατηρώντας τους άλλους και τον εαυτό μου τον ίδιο, έχω την αίσθηση ότι μας έχει λιώσει ένας συναισθηματικός οδοστρωτήρας.

Τώρα τελευταία προσπαθώ να βρω έστω λίγο από το θάρρος που έχουν τα παιδιά να λένε αυτό που σκέφτονται. Να ζητάνε, να νιώθουν, να φωνάζουν, να κλαίνε, να γελάνε, να είναι ο εαυτός τους. 

Το παράθυρο της κουζίνας πολλές φορές μένει λιγάκι ανοιχτό, ακόμα και το Χειμώνα.

Για να ακούω καλύτερα τη προσευχή το πρωί, τα γέλια, τη φασαρία και τη στριμμένη φωνή των δασκάλων στα μεγάφωνα ώστε να υπενθυμίζω στον εαυτό μου, να μην εξελίχθω έτσι.

Συντάκτης: Ελεωνόρα Μπούσουλα