Δε μου λείπεις.

Έχουν περάσει ήδη οχτώ μήνες που είμαι ελεύθερη κι ωραία ή σχεδόν ελεύθερη κι ωραία. Αυτό που μου λείπει είναι όλα αυτά που κάναμε μαζί. H ζωή που είχαμε κι όλα αυτά τʼ απλά καθημερινά που μοιραζόμασταν. Όπως όλα τα ζευγάρια που έχουν αναπτύξει τη δική τους γλώσσα.

Η ζωή μου μαζί σου ήταν ήρεμη κι εύκολη. Τσακωνόμασταν σπάνια κι όμως έχω να θυμάμαι πάρα πολλά, όπως την αίσθηση χαλάρωσης όταν ξαπλώναμε ανάποδα στο κρεβάτι τα μεσημέρια του Σαββάτου διαβάζοντας εφημερίδες κι ένθετα. Ήρεμοι και στον κόσμο μας. Πάντα στο τέλος διαβάζαμε μαζί τα ζώδια δυνατά. Όταν το δικό μου έγραφε για νέους έρωτες, σήκωνες λίγο τα φρύδια σου και διάβαζες σε τόνο ειρωνικό, δήθεν πειραγμένος. Σου έλεγα «θα σε ερωτευθώ απʼ την αρχή δηλαδή». Μα δεν σου άρεσε και πολύ αυτή η απάντηση. 

Θυμάμαι, σου άρεσε να χαζεύεις στο σούπερ μάρκετ, να διαλέγεις με το πάσο σου και να πειραματίζεσαι μετά στη κουζίνα. Έφτιαχνες καταπληκτική πίτσα. Ας γέμιζε σάλτσα ντομάτας όλος ο πάγκος της κουζίνας. Ας γέμιζες μʼ άπλυτα όλο το νεροχύτη. Ακόμα κι αν σου καιγόταν λίγο από κάτω, ήταν πάλι πολύ νόστιμη.

Εγώ, απʼ την άλλη, μισούσα το μαγείρεμα. Μου έφτιαχνες, λοιπόν, να παίρνω κάποιες φορές φαγητό στη δουλειά. Άφηνες και σημείωμα στο ψυγείο «σ’ αγαπώ, καλημέρα». Με ρωτούσαν οι συνάδελφοι: «τι καλό έφτιαξες σήμερα;» κι εγώ απλά χαμογελούσα. Σε κανέναν δεν έλεγα ότι το είχες φτιάξει εσύ.

Τα βράδια που δεν είχαμε σχέδια, δεν ήθελες να βλέπουμε τηλεόραση και να μη μιλάμε. Άρπαζες τα κλειδιά και κάναμε βόλτες με τʼ αυτοκίνητο στα πιο απίθανα μέρη. Πόσες φορές καταλήξαμε, αλήθεια, σε παραλίες κι άγνωστα μαγαζιά, ούτε που θυμάμαι. Ήταν μια περιπέτεια η βραδινή βόλτα με το αυτοκίνητο. Δεν είχε προορισμό. Μου έβαζες πάντα ωραία μουσική και μου μιλούσες για το μέλλον.

Όταν έμπαινα για μπάνιο, καμιά φορά άφηνες να περάσουν λίγα λεπτά και χτυπούσες μαλακά την πόρτα. Έμπαινες μέσα στους υδρατμούς και μʼ έλουζες. Στην αρχή μου είχε φανεί αστείο και παράξενο. Δεν ήθελα καθόλου, μέχρι που υποχώρησα και σου έκανα τη χάρη. Για την ακρίβεια εσύ μου έκανες χάρη, μιας κι είχες μοναδικό ταλέντο στο λούσιμο και στο μασάζ του κεφαλιού.

Δε συμπαθούσες πολύ τις φίλες μου, αλλά δεν το έδειχνες. Θυμάμαι ένα απόγευμα, που επέστρεφα απʼ τη δουλειά και είχα ραντεβού με τη φίλη μου τη Μαίρη. Είχα κολλήσει με τʼ αμάξι πίσω από μια πορεία στο κέντρο, ενώ η άλλη είχε ήδη φτάσει σπίτι και περίμενε. Ράκος ήταν. Είχε πιάσει στα μηνύματα τον Αντώνη μʼ άλλη κι εσύ ενώ την αντιπαθούσες περισσότερο απʼ όλες, αντί να την παρατήσεις στο σαλόνι και να πας γυμναστήριο, την έβαλες να κάτσει στο μπαλκόνι, της έφτιαξες ποτό κι έκατσες να την ακούσεις. Ήξερες πόσο με χρειαζόταν κι αφού δεν ήμουν εκεί έκανες τη «δουλειά» μου για μένα.

Δεν κουραζόσουν και δεν παραπονιόσουν ποτέ. Είχα αρχίσει να πιστεύω, πως ό,τι κι αν κάνω θα είσαι εκεί. Δεν προσπαθούσα για τίποτα κι όμως η σχέση κυλούσε από μόνη της. Κάναμε διακοπές σʼ ωραία μέρη που δεν είχα ξαναπάει, Σαββατοκύριακα από εδώ κι από εκεί, περιποιήσεις, φαγητά, χατίρια και γούστα.  Δεν είχα παράπονο. 

Ίσως να μη τα βρω ξανά όλα αυτά. Κι όμως, δεν μου λείπεις. Όσο κι αν προσπαθώ να πιέσω κάπως τον εαυτό μου, τίποτα. Όσο κι αν ψάχνω να βρω μια λογική αιτία για την επιλογή μου να είμαι χωρίς εσένα, πάλι τίποτα.

Το θέμα είναι όσα ζεις να παίρνουν αξία γιατί τα μοιράζεσαι με κάποιον που το λέει η καρδιά. Οι σχέσεις που απλώς συνυπάρχεις αρμονικά, είτε γιατί είσαι καλός, είτε γιατί είναι καλή, δύσκολα αντέχουν.

Είναι στη φύση μας κάτι να μας ξυπνάει και να μας σπρώχνει στη φωτιά, στην περιπέτεια, στον έρωτα. Είναι γραμμένο μέσα μας νʼ αναζητάμε αυτό που γεμίζει τη ψυχή, όχι το νου.

Mind the trap.

Συντάκτης: Ελεωνόρα Μπούσουλα