Η ζωή μας θα μπορούσε κάπως ποιητικά να παρομοιαστεί με μία ποικιλία ανθρώπων που άλλοτε χάνονται, άλλες φορές μένουν και ενίοτε αλλάζουν, όμως πάντοτε, όσες φορές κι αν προσποιήθηκε η κοινωνία πως έχει εξελιχθεί, πως έχει καταρρίψει ορισμένες απαρχαιωμένες πεποιθήσεις, η πικρή αλήθεια είναι πως κλείνει ερμητικά τα μάτια στο φως και περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της. Κάποιες φορές οι προβαλλόμενες πτυχές είναι πιο φωτεινές, πιο αισιόδοξες και την ίδια στιγμή ένα κρυμμένο μέρος της καταπνίγεται στο σκοτάδι. Εμείς λοιπόν, τα εξαίσια όντα των υψηλών τεχνών και των δυσνόητων εννοιών, ως σύγχρονοι δόκτορες Φρανκενστάιν πλάσαμε το δημιούργημα της ταμπέλας κι εξαιτίας της έλλειψης στοργής και συμπόνιας, το εξαπολύσαμε στον κόσμο.

Σε ένα παράλληλο δυστοπικό σύμπαν όλοι μας θα κυκλοφορούσαμε στο μέτωπο με το βασικό μας χαρακτηριστικό το οποίο θα μας είχε δοθεί από τα (ανώτερα) μέλη της κοινωνίας, αλλά αυτό δε συμβαίνει και σήμερα; Σαν μία αόρατη επιγραφή που ανέκαθεν βρισκόταν στους ώμους μας και οφείλαμε να την περιφέρουμε αδιαμαρτύρητα και καλούμαστε να την υπηρετούμε συνεχώς δίχως να μπορούμε να την αλλάξουμε. Εκείνη η κοπέλα που δεν τελείωσε ποτέ το σχολείο είναι ανίδεη, εκείνος ο νεαρός που ασχολήθηκε με το θέατρο χαράμισε τη ζωή του, εκείνο το ζευγάρι που αρνείται να παντρευτεί είναι ανήθικο, η μητέρα που μεγαλώνει μόνη της ένα παιδί είναι δύσμοιρη, οι επαναστάτες που μάχονται για τα δικαιώματά τους χαρακτηρίζονται ουτοπιστές και τα παραδείγματα συνεχίζονται – και θα εξακολουθούν να υπάρχουν – επ’ αόριστον.

Από την επιλογή του χρώματος μαλλιών και των ενδυματολογικών προτιμήσεων μέχρι την επαγγελματική σταδιοδρομία και τον σεξουαλικό προσανατολισμό, υπάρχουν, αναπαράγονται και σταθεροποιούνται προκαθορισμένες απόψεις για κάθε μία ξεχωριστή επιλογή των άλλων. Όλοι θεωρούμε πως γνωρίζουμε τον ψυχισμό τους και ως προς μία αυθαίρετη επέκταση έχουμε τη δυνατότητα -και το δικαίωμα- να κρίνουμε τους ίδιους σαν να ήμασταν εμείς, αλλά εξαιτίας της διαφορετικότητας αναγκαστήκαμε να τους τοποθετήσουμε σε κατηγορίες: πετυχημένοι κι αποτυχημένοι, χρήσιμοι κι άχρηστοι, άσχημοι κι όμορφοι, ανόητοι κι έξυπνοι και ίσως όλα αυτά είναι που απαιτούνται για να είναι άξιος κάποιος να αποκαλείται άνθρωπος.

«Είμαι ομοφυλόφιλος» παραδέχτηκαν εκατομμύρια άτομα ανά τον κόσμο και σαν να λησμόνησε ο κόσμος όλες τις εξελίξεις που είχε καταφέρει, επέστρεψε στο μηδέν κατακρίνοντας φανερά και μη την άλλη όψη του νομίσματος, άλλωστε υπάρχουν -δυστυχώς- ακόμη εκείνοι που ισχυρίζονται πως είναι «παρά φύσιν άνθρωποι». Φυσικά ένα κάποιος παραδεχόταν -ποτέ όμως δε χρειάστηκε- ότι «Είμαι στρέιτ» οι απαντήσεις θα ήταν αδιάφορες αφού αυτό είναι το «κανονικό». Όταν οι γυναίκες απαίτησαν τα δικαιώματά τους ως πολίτες όλοι γέλασαν στην αρχή κι ακόμη ορισμένοι χαμογελούν -κρυφά πλέον- χλευαστικά εις βάρος τους.

Όλοι εκείνοι που χάνονται στις σκέψεις τους προσπαθώντας γι’ αυτή την ουτοπία(;) του καλύτερου αύριο, που απορρίπτουν τις προκαθορισμένες κοινωνικές νόρμες κι αναζητούν νέους δρόμους, που αντιτίθενται σε όλους εκείνους τους χαρακτηρισμούς προσπαθώντας να τους αποβάλλουν ίσως είναι αυτοί που μπορούν να κάψουν τις ταμπέλες.

Οι άνθρωποι έχουν καταλήξει πλέον να έχουν τίτλους κι όχι ιδιότητες, να επιδιώκουν να προσαρμοστούν στα δοκιμαστικά δοχεία που οι άλλοι έχουν τοποθετήσει ενώπιόν τους και συνειδητά επιλέγουν να ακολουθήσουν τις επιταγές εκείνες που προστάζονται από τους άλλους. Αλλά και εκείνοι οι άγνωστοι άλλοι (η μεσήλικη γυναίκα που κοίταξε με απορία την κοπέλα με τα ροζ μαλλιά λέγοντας από μέσα της πως είναι ελαφρόμυαλη, ο προϊστάμενος εκείνος που απέρριψε τον υποψήφιο με τα τατουάζ και τα σκουλαρίκια, τα παιδιά εκείνα που κορόιδευαν τον συνομήλικό τους εξαιτίας των παλιών του ρούχων) αλλάζουν ανά εποχή σε εποχή, σαν να προετοιμάζονται για ολοένα και πιο δύσκολα κύματα εξέγερσης που οφείλουν να καταπολεμήσουν κι όπως πάντοτε, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να συμβεί αυτό είναι η σταδιακή διάβρωση εκ των έσω. Οπότε τα δημοφιλή αναγνώσματα, οι διαφημιστικές καμπάνιες, οι τηλεοπτικές παραγωγές και οι συνεχείς γαλουχήσεις από το οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον προσπαθούν να δημιουργήσουν απλοϊκούς συνειρμούς, στοχεύοντας στα συναισθήματά μας ώστε να ταυτιστούμε με μία συγκεκριμένη συμπεριφορά, ένα πρότυπο κοινώς αποδεκτό αφαιρώντας σταδιακά τα προσωπικά μας στοιχεία με αποτέλεσμα να εξωθούμαστε τελικά στην διαμόρφωση συγκεκριμένων συμπεριφορών, στη δική μας αυτοσχέδια ταμπέλα.

Η ορθότερη απόφαση θα ήταν να την κοιτάξουμε με προσοχή και να παρατηρήσουμε εάν επιθυμούμε την προσθήκη κάποιου επιπλέον χαρακτηρισμού καθώς μετά την τοποθέτησή της στο σώμα μας, αδυνατούμε πλέον να την αλλάξουμε ακόμα κι αν εμείς οι ίδιοι διαφοροποιηθούμε. Είμαστε τα περιθώρια (εκείνα) και τίποτα (παραπάνω)!

Πάντοτε οι άνθρωποι θα λατρεύουν και θα θεοποιούν τις ταμπέλες, τους προσδίδουν μία αιωνιότητα μέσα στην προσωρινότητα του ατόμου -αλλά γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουν και οι επόμενες γενιές- και μέσα σε εκείνες μπορούν να αισθάνονται ασφαλείς. Επιλέγουν να μην αναζητήσουν το νόημα υπό την επιφάνεια, το βαθύτερο αίτιο και τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά των επιλογών του κάθε ατόμου κι αυτό τους καθιστά αυτομάτως παντοδύναμους. Όταν δε γνωρίζεις κάτι ή όταν επιθυμείς να μη μάθεις κάτι, έχεις τη δύναμη της άγνοιας να προβείς σε όποια συμπεράσματα εσύ ο ίδιος θέλεις, εκείνες οι προτάσεις που λειτουργούν ευεργετικά και βοηθητικά για εσένα.

«Τα μάτια των άλλων, η φυλακή μας. Οι σκέψεις τους, τα κλουβιά μας», κατηγορεί υπερήφανα η Βιρτζίνια Γουλφ και ίσως ήρθε η στιγμή που οι άνθρωποι, τα όντα εκείνα που γράψαμε ποιήματα για την ελευθερία, που ανεμίσαμε λευκά μαντήλια στον αέρα διακηρύσσοντας την ειρήνη λησμονήσαμε να ζήσουμε ελεύθεροι και να βρούμε την ειρήνη μέσα μας. Ως ανήσυχες ψυχές λοιπόν κι εμείς, θα μπορούσαμε να αψηφήσουμε τον κόσμο όλο που μας επέβαλαν να αναστήσουμε μονάχα για να εκλείψει ξανά από την αρχή και να κοιτάξουμε τον καθρέπτη μας κι όχι τα μάτια των άλλων.

 

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου