«Κι η ψυχή χρειάζεται ένα φως να κρατηθεί» είπε ο Γιώργης στην Νίτσα και περιέγραψε με μια φράση όλη τη σχέση τους. Δύο ψυχές γεμάτες φως που ο ένας το δίνει όλο κι η άλλη το κρατάει μόνο για λίγους, μέσα σε μια διαφορετική μοναχικότητα να τους χαρακτηρίζει, δύο άνθρωποι που έχουν πονέσει και πονάνε, αλλά μαζί φαίνεται να τα βλέπουν λίγο πιο απλά τα πράγματα. Όταν είναι μαζί ο ένας με τον άλλον, χαμογελάνε πιο ειλικρινά και τα μάτια τους γυαλίζουν από αυτή την ανάγκη της συντροφικότητας που ζητούν κι οι δυο.

Οπότε, εκείνος έρχεται προετοιμασμένος στο δωμάτιό της να την κερδίσει, να την πείσει να μείνουν μαζί, να μη φύγει μακριά του, να μην το σκάσει από αυτό που έχουν, πως θέλει να την ακούσει να του λέει πως επιθυμεί να είναι μ’ εκείνον. Οπότε εκείνη του δίνει ένα μεγαλύτερο «δώρο» (όπως λέει χαρακτηριστικά) και τον προσκαλεί να κάνει έρωτα μαζί της. Τον καλεί να του δώσει όλα εκείνα που τόσο εκείνος, όσο κι η ίδια θέλει, σαν να του το χρωστάει μετά από το μοίρασμα της καρδιάς του, μετά από το ενδιαφέρον και τη διεκδίκησή του.

Εκείνος έχει «ξεγυμνωθεί» μπροστά της, της έχει δείξει τις προθέσεις του, της έχει μιλήσει για τον έρωτα και τη ζωή, της έχει χαρίσει από τις πιο όμορφες στιγμές και τη δέχεται έτσι όπως είναι, γιατί εν τέλει αυτό σημαίνει αγάπη. Εκείνη με τη σειρά της, τον αγαπάει πιο αθόρυβα, πιο μυστικά, σαν να θέλει να το κρατήσει κρυφό απ’ όλους (ακόμα κι από την ίδια) αλλά νιώθει πως έφτασε η στιγμή να του δείξει κι εκείνη τα «σημάδια» της. Αφαιρεί την μπλούζα της και στέκεται ημίγυμνη απέναντί του, εκείνος αποστρέφει το βλέμμα του παρόλο που ξέρουν κι οι δύο πως την ποθεί με κάθε τρόπο. Δε θέλει να γίνει έτσι, σαν εκείνη να νιώθει «υποχρεωμένη να του δοθεί». Ούτε φαίνεται να υπάρχει αυτός ο ακατανίκητος πόθος ανάμεσά τους. Για εκείνη, όμως, είναι ο μόνος άνδρας ο οποίος αξίζει να τη δει έτσι όπως πραγματικά είναι, να την αγγίξει όπως δεν έχει αφήσει κανέναν άλλον, να μη γίνει επειδή είναι μεθυσμένη ή επειδή θέλει να «τιμωρήσει» τον εαυτό της. Άραγε, μπορεί να υπάρξει ερωτική επαφή χωρίς να υπάρχουν πυροτεχνήματα;

Αυτοί οι δύο αποδεικνύουν πως μπορεί να υπάρξει και μάλιστα να είναι εξίσου όμορφη. Δε συνέβη στα μέσα μιας παθιασμένης ερωτικής εξομολόγησης ή μετά από έναν έντονο καβγά αλλά αφού την είχε κρατήσει στην αγκαλιά του, λέγοντάς της πως μπορεί να μην πάει να δείρει όποιον την πείραξε, αλλά θα είναι εκεί για να την προστατέψει. Η αγάπη κι η εμπιστοσύνη φάνηκαν να υπερτερούν έναντι κάθε άλλου συναισθήματος. Έδειχναν να μην τους νοιάζει κάτι άλλο πέραν του ότι ήξεραν πως ο ένας θα σεβαστεί τον άλλον και δε θα τον προδώσει. Δεν ήταν μια στιγμή αδυναμίας όπου το συναίσθημα τούς παρέσυρε αλλά αντιθέτως κι οι δυο τους ήξεραν πως αυτό ήταν μια επιβεβαίωση πως αγαπούν βαθιά ο ένας τον άλλον.

Εκείνη, μέσα στην ευαλωτότητά της πήρε το θάρρος και στάθηκε ενώπιόν του. Εκείνος που υπήρξε πάντα αυτός που προσπαθούσε περισσότερο, τώρα στεκόταν και την κοιτούσε στα μάτια. Δεν την ποθούσε για το σώμα και την εξωτερική της εμφάνιση, όσο για όλους τους λόγους που τον εξίταρε η προσωπικότητά της. Μα κι εκείνος μπορεί εξωτερικά να μην είναι ο πιο ωραίος άνδρας που έχει γνωρίσει, αλλά είναι ο πιο κατάλληλος και κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται πως αυτό μετράει περισσότερο.

«Φοβάμαι μήπως γίνουμε σαν τους άλλους» παραδέχεται για τη σχέση του με τη Νίτσα, αλλά πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό από τη στιγμή που είναι εκείνοι οι οποίοι περιμένουν, προστατεύουν, φροντίζουν. Για εκείνους το ότι συνευρίσκονται ερωτικά δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα έμπρακτο «σε νοιάζομαι», μια διακήρυξη που δε χρειάζεται να φωνάξουν σε όλον τον κόσμο για να ισχύει· είναι κάτι αποκλειστικά δικό τους. Ένα μυστικό και μια υπόσχεση πως πάντα θα είναι εκείνοι που φανερώθηκαν ο ένας στον άλλον κι αφέθηκαν για μια στιγμή, χωρίς ν’ ανησυχούν για όλα τα προβλήματα που υπάρχουν γύρω τους.

Κάνοντας έρωτα έγιναν δύο άνθρωποι που αγαπιούνται ειλικρινά. Δεν ήταν η ασήμαντη τραγουδίστρια κι ο αποτυχημένος γιος, ήταν η Νίτσα κι ο Γιώργης και μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο ήταν υπεραρκετοί ο ένας για τον άλλον.

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου