«Θέλω τη σκέψη να είναι παράδοξη, γοητευτική». Ο Μποντριγιάρ ίσως να ήταν από τους ανθρώπους, που πίστευαν πως η γοητεία θα σώσει αυτόν τον κόσμο, πως έχουμε ανάγκη να υποταχθούμε σε κάτι ανώτερο μας και να το αφήσουμε να μας καταβάλλει. Αλλά η γοητεία δε μας εξουσιάζει με μια καταπιεστική δύναμη, ούτε μας έχει αναγκάζει να την υπακούμε. Έχουμε μια εσωτερική ανάγκη να τη λατρεύουμε και να της επιτρέπουμε να μας επηρεάζει, να την κοιτάμε και να λιώνουμε.

Όλοι σαν ερωτοχτυπημένοι, ενώπιον της γοητείας είμαστε μικροί. Μικροί, όχι με τη σημασία της ασημαντότητας αλλά σκεπτόμενοι το αίσθημα του δέους που μας προκαλεί. Έναν πρωτόγονο φόβο του άπιαστου και μια ανεξήγητη λατρεία για την απόκτησή της. Θέλουμε τόσο πολύ να την αγγίξουμε και να την αφήσουμε να μας σημαδέψει, παρ’ όλο που ξέρουμε πως μπορεί να μας αλλάξει για πάντα. Έχει αυτή τη δυναμική να μας κάνει εύθραυστους κι εύπλαστους.

Σπάμε εύκολα όταν γοητευόμαστε για ν’ αφήσουμε τα δικά της κομμάτια να εισχωρήσουν στα σωθικά μας, ακόμα κι αν πονάει στην αρχή, ακόμα κι αν ματώσουμε, δε μας ενδιαφέρει, παρά μόνο να ζει μέσα μας. Να μας αναδημιουργήσει σύμφωνα με τη δική της αύρα, τις βαθύτερες σκέψεις και ξεχωριστό τρόπο ζωής. Η γοητεία κρύβει κάτι το μοναδικό κι αξεπέραστο, δεν υπάρχει κάτι πιο τρομαχτικό και πιο σπουδαίο να μας προκαλούν οι άνθρωποι, οι τέχνες, η πραγματικότητα και τα όνειρα. Οτιδήποτε που μας αγγίζει εκεί όπου κανείς άλλος δεν έχει τη δυνατότητα, μας ασκεί γοητεία γιατί προσπερνάει κάθε εμπόδιο που τοποθετούμε για να προφυλαχτούμε.

Η γοητεία όμως είναι διεκδικητική κι απαιτητική, δεν μπορεί να στηριχθεί σε ανθρώπους επιφυλακτικούς, σ’ εκείνους που μετρούν το συναίσθημα και δεν κοιτούν τους άλλους στα μάτια. Εξαντλεί γιατί απαιτεί όλη την προσοχή μας. Καταστρέφει γιατί μας κάνει να καταρρέουμε στην προσπάθειά μας να την καταλάβουμε. Απομονώνει γιατί πρέπει να χαθούμε ολοκληρωτικά μέσα της, αλλιώς είναι ακόμα ένα συναίσθημα- τίποτα που να υποδηλώνει την αίγλη της.

Ποτέ όμως δε θα τη βρούμε να γυαλίζει ή να λάμπει τόσο έντονα που όλοι θα γυρίζουν να την κοιτάξουν, ούτε θα φωνάζει πως είναι σημαντική ή απαραίτητη. Θα στέκεται στο μετρό όπως κι οι υπόλοιποι, θα κοιτάζει ράθυμα έξω από το παράθυρο ή θα τρέχει να προλάβει κάτι που ποτέ δε θα μάθουμε. Θα κρύβεται μέσα σε βιβλία που δε διαβάζει κανείς ή σ’ εκείνα που όλοι τα λατρεύουν. Η λατρεία όμως δεν είναι γοητεία- μην την μπερδεύετε. Τη λατρεία την ποθούμε γιατί μας δίνει δύναμη, ενώ τη γοητεία την έχουμε ανάγκη γιατί μας κάνει ευάλωτους.

Πρέπει να τη φτάσουμε, έστω να νιώσουμε πως την αγγίζουμε και μας αγγίζει κι εκείνη, πως είναι παρούσα στη ζωή μας, πως νοηματοδοτούμαστε σύμφωνα με αυτή, γιατί καμία γοητεία δεν είναι γοητευτική εάν δε μεταβάλλει όλη μας την ύπαρξη. Μας αφήνει άφωνους για να μπορούμε να φωνάξουμε μέσω εκείνης. Μας δυσκολεύει και μας αγχώνει γιατί μας πιέζει να κάνουμε κάτι καλύτερο, να φτάσουμε εκεί όπου δεν είχαμε φανταστεί πως μπορούμε. Γινόμαστε όλα εκείνα που δεν είχαμε οραματιστεί ποτέ πως θα θέλαμε κι όσα στα οποία δεν ξέραμε πως μπορούμε να μετουσιωθούμε.

Η γοητεία έχει μια μαγική ιδιότητα να μας καθηλώνει και να μας αφήνει άφωνους, μας κάνει να πιστεύουμε σε συναισθήματα που δεν ξέραμε πως μπορούν να βιωθούν από άνθρωπο. Αλλά η σημερινή μας κοινωνία έχει ξεχάσει πώς αναγνωρίζεται η μαγεία ή πώς συναντάται με τη γοητεία. Κανένας άνθρωπος δε μας γοητεύει αλλά ούτε και πράγματα που συμβαίνουν έχουν αυτή την επίδραση πάνω μας. Είμαστε σε μια κατάσταση νηφαλιότητας και πλήρους αδιαφορίας, τα χρώματά μας είναι ουδέτερα και ψυχρά, δίχως ζωντάνια μέσα τους. Τα μάτια μας πλέον είναι θολά. Έχουμε πάψει να παλεύουμε και να ψάχνουμε κάτι που θα μας συναρπάσει τόσο ή ν’ αφήσουμε κάποιον να μας δείξει τη βαρύτητα της ύπαρξης. Υπάρχει μια ελαφρότητα στην καθημερινότητά μας κι ένα άγχος που δε μας αφήνει να γοητευτούμε και να γοητεύσουμε.

Έχουμε γίνει αποκρουστικά όμορφοι. Διακηρύττουμε την ευφυΐα και την εξυπνάδα μας, την όποια εξουσία μας και την έλλειψη αδυναμίας μας. Προσπαθούμε να είμαστε άτρωτοι σ’ έναν κόσμο που η συνεχής μεταβολή του μας κάνει τρωτούς. Στην προσπάθεια της υπερβολής, χάνουμε τη λάμψη μας. Αυτή τη διακριτική γοητεία που έχει η αρμονία της ανθρώπινης ατέλειας. Δεν ξέρουμε πώς να γοητεύουμε γιατί δεν είμαστε γοητευμένοι ούτε από τον ίδιο μας τον εαυτό. Κι έτσι, αυτόματα, καθηλωνόμαστε στη μετριότητα της ύπαρξής μας.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου