Πόσες φορές έχουμε απηυδήσει κι έχουμε πει φωναχτά -ή έστω σκεφτεί- νευριασμένα «μα καλά, κάνεις πια δεν μπορεί να με καταλάβει;». Άπειρες θα μπορούσα να απαντήσω με έναν γρήγορο υπολογισμό. Ούτε οι φίλοι μας, οι κολλητοί μας, οι γονείς μας, οι καθηγητές μας (ακόμα κι ο ίδιος μας ο εαυτός) δεν είναι πάντα σε θέση να μας κατανοήσουν. Και το παιχνίδι αυτό έχει ρίζες στην εφηβεία, εκεί που ξεκινάμε να εξερευνούμε τον κόσμο κοινωνικά. Οι έφηβοι, γνωστοί για το δυναμικό τους ταμπεραμέντο και την εκρηκτική τους διάθεση για ζωή αποζητούν την κατανόηση, τη συμφωνία κι εν τέλει την ταύτιση. Γιατί, τη στιγμή που αποζητούν έντονα τη διαφορετικότητα αναζητούν συγχρόνως και την ομοιότητα. Η ζωή των αντιθέσεων, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.

Πιστεύουν ότι μόνο εκείνοι έχουν μια ολοκληρωμένη οπτική για τις καταστάσεις, αισθάνονται με έναν μοναδικό τρόπο τα πράγματα που συμβαίνουν, εκλαμβάνουν μοναδικά τα γεγονότα και μέσα σε όλη αυτή την ιδιαιτερότητα που τους διακατέχει νιώθουν μόνοι. Μέσα τους θεωρούν ότι κανείς δεν μπορεί να δει την πραγματικότητα όπως εκείνοι κι αυτό όχι μόνο τους θλίβει, αλλά τους εξοργίζει συγχρόνως. «Μα γιατί δεν το αντιλαμβάνονται; Δεν το βλέπουν;» αναρωτιούνται συνεχώς με παράπονο.

Η αμφισβήτησή τους βρίσκεται και σε άλλους τομείς. «Γιατί δεν ακούν οι άλλοι την ίδια μουσική, δε διαβάζουν τα ίδια βιβλία, δε σκέφτονται παρόμοια, δεν έχουν ίδια όνειρα για τη ζωή, γιατί δε θέλουν τα ίδια πράγματα;». Διαβάζοντας αυτές τις ερωτήσεις με μια πιο σκεπτική μάτια παρατηρείται έντονα η επανάληψη της ανάγκης ομοιότητας με κάτι/κάποιον άλλο, αμετάβλητα. Μέσα στην ανάγκη μας να βρούμε κάποιον άλλον άνθρωπο που να μας ταιριάζει,να κουμπώνει μ’ εμάς, να μας συμπληρώνει ίσως(;) ξεχάσαμε ότι άνθρωπος από άνθρωπο διαφέρει. Κι όμως εμείς συνεχίζουμε να επιθυμούμε να βρούμε το «άλλο μας μισό», το «χαμένο μας μέρος»,εκείνο που διασπάστηκε από το ανθρώπινο γένος κατά τη δημιουργία του, σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές δοξασίες κι είμαστε αιώνια καταδικασμένοι να το αναζητούμε.

Είναι κάπως απαισιόδοξο και λυπηρό να σκεφτόμαστε ότι στερούμαστε κάτι, σαν να είμαστε πάντοτε ημιτελείς προσωπικότητες ψάχνοντας άλλους ανολοκλήρωτους ανθρώπους να δημιουργήσουμε ένα ομοιόμορφο σύνολο. Στην ουσία λοιπόν, έχουμε ανάγκη να μας καταλάβει κάποιος ίσως γιατί πιστεύουμε ότι εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε -εκ φύσεως- να καταλάβουμε τον εαυτό μας; Χρειαζόμαστε αναγκαστικά λοιπόν τον άλλον άνθρωπο να επιβεβαιώσει την ομοιομορφία μας. Έχουμε την επιτακτική ανάγκη της συνταύτισης με κάποιους ή κάποιον ο οποίος θα αποδείξει περίτρανα στην κοινωνία και σε εμάς ότι είμαστε -μερικώς- ίδιοι. Όμως αυτός ο κάποιος άλλος ποτέ δε θα σκέφτεται με τον ακριβώς ίδιο τρόπο, δε θα νιώθει τα ίδια συναισθήματα, δε θα βιώνει τις ίδιες καταστάσεις με τον ίδιο τρόπο, δε θα έχει τις ίδιες απόψεις για τα πράγματα και δεν πειράζει.

Ίσως αυτό που ψάχνουμε απεγνωσμένα δεν το θέλουμε στην πραγματικότητα απλά η αίσθηση της κατανόησης που θα προερχόταν από έναν άλλον άνθρωπο μας κάνει να ανακουφιζόμαστε κάπως. Πιστεύουμε ότι δεν είμαστε τόσο διαφορετικοί, δεν είμαστε τόσο «περίεργοι», ανήκουμε σε μια ομάδα και δεν είμαστε τόσο μόνοι.  Κι όμως, πασχίζουμε τόσο πολύ να βρούμε κάτι όμοιο με εμάς που λησμονούμε ν’ αναζητήσουμε αυτό που πραγματικά αξίζει: κάποιον διαφορετικό!

Φανταστείτε να συναντούσαμε τον εαυτό μας σε έναν άλλον άνθρωπο, πόσο θα αντέχαμε μαζί του; Έναν μήνα; Δύο; Έναν χρόνο; Και μετά θα καταλαβαίναμε ότι είμαστε μαζί με τον καθρέφτη μας. Αποζητούμε την ομοιότητα γιατί πιθανόν η ετερότητα μάς τρομάζει. Το διαφορετικό έχει αυτό τον διχαλωτό δρόμο του ενθουσιασμού και του φόβου. Με το όμοιο, αντίθετα, δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε κάτι καινούργιο, όλα είναι δεδομένα και μέσα σε ασφαλή όρια με μικρές αλλαγές. Η ετερότητα όμως είναι δύσκολη. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάτι πρωτόγνωρο, ξένο και τελείως ή μερικώς διαφορετικό από εμάς. Και μπροστά στη θέα του αγνώστου, ή θα τρέμεις ή θα συγκινείσαι από δέος.

Μη φοβάσαι να αφεθείς στο διαφορετικό, κρύβει περισσότερο ενδιαφέρον από το όμοιο. Μέσα από την πολύχρωμη πραγματικότητα γινόμαστε εν τέλει καλύτεροι. Το ίδιο κι επαναλαμβανόμενο μοτίβο ποτέ δε βοήθησε κανέναν να εξελιχθεί. Οπότε, μπορεί να αισθανόμαστε ότι κανείς δε μας καταλαβαίνει, αλλά ίσως θα μπορούσαμε να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε εμείς τους άλλους. Ας προσπαθήσουμε να αποφύγουμε την ταύτιση με το όμοιο, ας αναζητήσουμε λίγο το διαφορετικό, ας αποδεχτούμε τη μοναδικότητά μας μέσα σ’ ένα ετερογενές σύμπαν που τίποτα δεν είναι ίδιο και «τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ’ αυτό μένειν ». Μπορεί η ευτυχία να κρύβεται στην ομορφιά της διαφορετικότητας κι όχι σε μια βαρετή ομοιομορφία.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου