Έχετε παρατηρήσει ποτέ πώς η θάλασσα γλύφει νωχελικά την αμμουδιά ή πως άλλες φορές κατασπαράζει ό,τι βρίσκεται πάνω της, αρπάζοντας τα πάντα στα σπλάχνα της; Έχετε νιώσει πως το σώμα μας κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα όταν φιλάει κι όταν κάνει έρωτα; Αργά και σταθερά στην αρχή, σχεδόν φοβισμένα αγγίζουμε μήπως και σπάσουμε κάτι- κάτι που μετά δύσκολα ξανακολλάει. Έπειτα γνωρίζουμε και μαθαίνουμε τον άλλον, ξέρουμε πού μπορούμε να βρούμε θησαυρούς και πού θα χαθούμε στην άβυσσο. Οπότε πέφτουμε με τα μούτρα και στα δύο, βουτάμε σαν να μη μας νοιάζει αν θα πνιγούμε ή άλλοτε κολυμπάμε προσεκτικά μέχρι εκεί που βλέπουμε. Μέχρι εκεί που ο βυθός παύει να είναι τρομακτικός και κατάμαυρος. Παύουμε να κοιτάμε συνεχώς εάν βαδίζουμε σε ασφαλή μονοπάτια κι ευησυχαζόμαστε. Όλα είναι καλά όταν το νερό είναι ήρεμο και δροσερό χωρίς να μας παγώνει, αλλά καλωσορίζοντάς μας με μια καλοκαιρινή γλυκάδα.

Αλλά όπως ο έρωτας και το φιλί, έτσι και η θάλασσα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κυματισμούς και τρικυμίες, χωρίς μπουρίνια και ταραχές. Χάνουν και τα τρία τη νοστιμάδα τους. Έτσι όπως αναζητούμε τη θάλασσα σαν τόπο εξιλέωσης και γαλήνης, έτσι μανιωδώς ψάχνουμε κι εκείνον τον έρωτα. Τον υδάτινο, που θα είναι απαιτητικός και σωτήριος, θα είναι μέσα στην απλότητά του ονειρικός και θα μας δίνει την ψευδαίσθηση πως μας ανήκει. Θα μας παρασέρνει με τα κύματά του όλο και πιο βαθιά μέσα του για να τσούζουν τα χείλη μας από την αλμύρα του. Κι όμως, σαν εθισμένοι θα τα επιζητούμε όλο και περισσότερο γιατί είναι κάτι παραπάνω από επιθυμία. Έχει μετατραπεί σε ανάγκη και μια μη διαπραγματεύσιμη συνήθεια.

 

 

Το φιλί και το κορμί, ο έρωτας του πνεύματος κι ο έρωτας της σάρκας έχουν μια άλλη γεύση, ο ιδρώτας έχει άλλη αίσθηση όταν κυλά ανάμεσα στα σώματα. Είναι σαν να κυλάει θάλασσα ανάμεσά μας και κάνεις μας δεν μπόρεσε ποτέ να σταματήσει την ορμή της. Οπότε αφηνόμαστε, κλείνουμε λίγο τα μάτια κι επιτρέπουμε στον ήλιο να μας κάψει ή το φεγγάρι να προστατέψει τα μυστικά μας ή να κρατήσει μακριά τις σκέψεις μας από αυτά. Η μεσημεριανή αλμύρα όμως έχει μια άλλη νότα από τη βραδινή, έχει μια ανεμελιά και ξεγνοιασιά, σαν να μην τη νοιάζει να κολλήσει πάνω μας για την υπόλοιπη μέρα κι όποιος μας αγγίζει, να μαρτυρεί πως κολυμπούσαμε στα νερά που έλαμπαν επικίνδυνα.

Το βράδυ όμως η θάλασσα έχει μια γεύση που ταιριάζει στα παθιασμένα φιλιά, εκείνα που δεν ακούγονται ποτέ αλλά μας αφήνουν άφωνους. Είναι αυτά που έχουν περισσότερο γεύση αίματος, που πονάμε όταν τα ξεπλένουμε με αλάτι αλλά στη θάλασσα. Γιατί κάποιες φορές, ακόμα κι όταν προσέχουμε, ο έρωτας πονάει. Μας γδέρνει και μας πληγώνει όπως όταν πέφτουμε με τα μούτρα στη θάλασσα σαν να πιστεύουμε πως είμαστε κι εμείς μέρος της, λες κι έχουμε τη γεύση της από πάντα πάνω μας. Εμείς παλεύουμε για να μην τη διώξουμε από το δέρμα μας αλλά ο χειμώνας πάντα έχει άλλα σχέδια και μας την παίρνει μακριά.

Γινόμαστε πιο ψυχροί όταν σταματάμε να κολυμπάμε. Ίσως γι’ αυτό το καλοκαίρι έχουμε άλλη αίσθηση του σώματός μας, ίσως γι’ αυτό ερωτευόμαστε αλλιώς και μάλλον γι’ αυτό ζητάμε όλο και περισσότερο μετά. Σαν να ψάχνουμε ποιος θα μας θυμίζει αυτή την καλοκαιρινή αλμύρα που με καθόλου φειδώ είχαμε μεθύσει. Αλλά λίγοι άνθρωποι την κρατούν κι ακόμα λιγότεροι άνθρωποι την αντέχουν. Κατευθείαν μας πειράζει κάτι πάνω μας και μέσα μας, πρέπει να την απωθήσουμε από το σώμα  μας σαν να είναι κάτι ξένο. Σαν να θέλουμε να ξεχάσουμε και να κάνουμε το ίδιο λάθος ξανά και ξανά. Γιατί είναι πιο εύκολο να διώξουμε την αλμύρα παρά να τη μοιραστούμε, να την ερωτευθούμε. Όσο κι αν λέμε πως την αγαπάμε, η αλήθεια είναι πως δεν την αγαπάμε τόσο ώστε να την αφήσουμε για πάντα να ζει μέσα μας. Φοβόμαστε μήπως μας ανακατέψει, μήπως κι αλλάξει σειρά στη σκέψη μας κι εμείς οι ίδιοι αναγκαστούμε να γίνουμε άλλοι. Ο προσωρινός μας εαυτός που μας αρέσει αλλά δεν τον λατρεύουμε, δεν καιγόμαστε να τον κρατήσουμε. Εκείνος που αποβάλλουμε σταδιακά μέσα στη θάλασσα και τον παραδίδουμε στην αλμύρα της, σαν θυσία. Μπορεί γι’ αυτό να είναι τόσο αδίστακτη και τόσο γλυκιά άλλες φορές. Γι’ αυτό κι αυτή η ανεξήγητη νοσταλγία που την επόμενη στιγμή ξεσπά μανιασμένη καταπάνω μας.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου