«Όταν είσαι γέρος κι όταν τα μαλλιά σου έχουν αρχίσει να γίνονται γκρι και γεμάτος από κούραση θα κάθεσαι δίπλα από τη φωτιά, φέρε αυτό το βιβλίο και διάβασε αργά. Ονειρεύσου το αθώο βλέμμα που είχαν κάποτε τα μάτια σου και τις σκιές που τώρα κρατούν βαθιά μέσα τους. Πόσοι πολλοί αγάπησαν τις στιγμές υπέροχης χάρης κι ερωτεύτηκαν την ομορφιά σου με αγάπη ψεύτικη ή αληθινή, αλλά ένας άνθρωπος αγάπησε την οδοιπορική ψυχή μέσα σε εσένα. Αγάπησε τις λύπες στο μεταβαλλόμενο πρόσωπό σου.» (William Butler Yeats)

 

Ανοίγοντας ο καθένας μας το βιβλίο της ζωής του, θα παρατηρήσουμε σελίδες γεμάτες από λέξεις που ούτε μία σπιθαμή δε θα υπάρχει που να μην έχει καταστραφεί από τις αναμνήσεις μας. Γραμμένες με ανεξίτηλο μελάνι, να εξυμνούν εκείνο το άτομο που μας γνώρισε τον έρωτα. Με όποιον τρόπο κι εάν μας άγγιξε την καρδιά αλλά και με όποια κατάληξη μας την επέστρεψε πίσω, μπορούμε μέσα στα ασφαλή όρια των χειλιών και της καρδιάς μας, να θυμόμαστε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου του, τη μεθυστική χροιά της φωνής του, τον ηλεκτρισμό των δαχτύλων του και την καταλυτική επίδραση του στη ζωή μας· ήταν η πρώτη μας επαφή με την ύψιστη μορφή της συναισθηματικής τέχνης του έρωτα. Και κανείς δεν έχει τη δύναμη να το στερήσει αυτό (ούτε καν εμείς).

Ξάφνου, διαπιστώσαμε πως όλες εκείνες οι στιγμές αγάπης, έρωτα, λατρείας, αφοσίωσης, αμοιβαιότητας υπήρχαν και στη δική μας ατομικότητα, στην απόλυτα προσωπική μας ζωή. Πλέον δε υπήρχε απλώς ως ένα παράδειγμα προς μίμηση που υιοθετήσαμε από τους γονείς μας, τα πρότυπα του οικογενειακού περιβάλλοντός μας, περιστασιακούς ανθρώπους στους δρόμους που κρατούσαν σφιχτά τα χέρια και δίχως καμία εντροπή εκδήλωναν το πάθος τους για τον άλλον άνθρωπο. Πλέον ήταν μία υλική και ψυχική πραγματικότητα. Η ενσάρκωση όλων εκείνων που μας συνάρπαζαν είχαν αποκτήσει ένα όνομα, ήταν μία υπόσταση που στεκόταν ενώπιόν μας, ένα νόημα που περίμενε να το συλλάβουμε, να το κατανοήσουμε εις βάθος κι έπειτα να πορευτούμε μαζί του συνδυάζοντάς το με το δικό μας.

 

 

Μια σιγουριά ελλοχεύει στην άγνοια των κινήσεών μας. Τη στιγμή που είμαστε δειλοί τείνουμε να πράττουμε τα πιο θαρραλέα πράγματα. Παρ’ όλο που πιστεύουμε πως περιστρεφόμαστε γύρω από το χάος μέσα μας, κυριαρχεί μια αρμονία όταν αντικρίζουμε τα δυο εκείνα μάτια και με μία καθόλου μαγική κίνηση ενός αόρατου ραβδιού, όλα αποκτούν νόημα. Ο πρώτος έρωτας όμως γρατζουνάει, μας προειδοποιεί με κάθε μέσο πως δε θα είναι όμοιος με όποιο συναίσθημα κι εάν έχουμε ζήσει κι η αλήθεια είναι πως αξίζει. Μας σπρώχνει να τρέξουμε κοντά του κι όχι να περπατήσουμε απλά σαν να ξέρουμε εκ των προτέρων πού θα βρεθούμε.

Προφανώς και ζούμε στην άγνοια, αλλά θέλει να αγωνιούμε να μάθουμε ολοένα και περισσότερα πράγματα, απόκρυφα και ξένα από εμάς, ίσως σκληρά κι αποκρουστικά. Όλα αυτά όμως (ευτυχώς;) γίνονται αντιληπτά ύστερα, μετά από τον ηχηρό του τυφώνα μέσα μας. Χαιρόμαστε όταν βρίσκεται κοντά μας και λυπόμαστε όταν φεύγει μακριά, νιώθουμε ευδαιμονία όταν το βλέμμα του συναντάται τυχαία με το δικό μας, τη στιγμή που μας μιλά σαν να είμαστε το κέντρο του κόσμου (του) και τα πάντα φαίνονται ιδανικά. Μα όλα τα δάκρυα του κόσμου δε φτάνουν για να δηλώσουν τη θλίψη όταν το αποστρέφει, όταν τα χείλη γελούν με άλλα κι όχι τα δικά μας, όταν το σώμα του στέκεται άκαμπτο δίχως να βρισκόμαστε εμείς δίπλα του.

Θα ήταν προτιμότερο να το φανταστούμε σαν ένα κυνήγι θησαυρού γεμάτο γρίφους που προσπαθούν να μας καθοδηγήσουν σε εκείνον, να ψάξουμε και να αποκωδικοποιήσουμε, να παλέψουμε για να κατακτήσουμε ο ένας τον άλλον- αλλιώς ποια είναι η χαρά; Οι δύο παίκτες πρέπει να ξεπεράσουν τις δοκιμασίες, να φανούν αντάξιοι των συνθηκών και να επιτύχουν να ανακαλύψουν τον χαμένο από όλον τον κόσμο, ορατό μόνο σε εκείνους, θησαυρό.

Ο πρώτος έρωτας όμως δεν παύει να είναι μια απαιτητική δοκιμασία με τον άλλον και με τον εαυτό μας, με τα όριά μας και τα «θέλω» μας, τις αξίες και τα ιδανικά μας, την προσωπικότητά μας και την ύπαρξή μας. Είναι τόσο αδίστακτος που δε μας αφήνει καν να επιλέξουμε τον «αντίπαλό» μας, παρά μόνο μας στρέφει κοντά του για να συνδεθούμε μαζί του ακόμη περισσότερο. Ένας συναρπαστικός κόσμος εκτείνεται μπροστά μας κι εμείς κοιτάζουμε αυτά τα δύο μάτια γεμάτα από επουράνια όνειρα, τα παρθενικά χείλη που ακόμα μένουν στείρα από τις υποσχέσεις, το σώμα που λαμβάνει μορφές και πραγματοποιεί κινήσεις που μονάχα εάν τις ήξερε θα μπορούσε να τις πραγματοποιήσει κι όμως, όλο μας το «είναι» συνίσταται στο να κριθεί αυτή η μάχη νικητήρια. Στον πόλεμο του έρωτα κι ειδικά του πρωτόπλαστου, κανείς δε μένει αλώβητος.

Στη ζωή μας θα γνωρίσουμε ανθρώπους που πληγώθηκαν θανάσιμα, άλλους που έχασαν την ελπίδα τους κι εκείνους που άνθισε μέσα τους κάτι εντελώς νέο, υπάρξεις που έπαψαν να υπάρχουν, καρδιές που τώρα ψηλώνουν ακόμα πιο πολύ, σώματα ψυχρά κι άλλα που κατάφεραν να απελευθερωθούν και να βιώσουν το απόλυτο. Αλίμονο σε εκείνους που δεν ερωτεύτηκαν ποτέ, που δε δόθηκαν πραγματικά, εκείνους με το κενό βλέμμα και τα υποκριτικά χαμόγελα που εκλαμβάνουν τον έρωτα ως μια λέξη απατηλή. Κι αν ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να γράψουμε μια λέξη για εκείνο το άτομο, δε χρειάζεται να σκίσουμε τις σελίδες αλλά ούτε και να τις γεμίσουμε με τυχαίες περιπτύξεις. Μονάχα να περιμένουμε. Άλλωστε, υπάρχει μεγαλύτερη προσμονή από εκείνη του αληθινού έρωτα;

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου