Η μεγαλύτερη ευτυχία που δίνεται από τους θεούς είναι αυτή η μανία (ο έρωτας) παραδέχτηκαν οι αρχαίοι Έλληνες και έκτοτε οι άνθρωποι αμφιταλαντεύονται, σκέφτονται, μοχθούν, προσπαθούν, αναζητούν μέχρι και σήμερα να απαντήσουν στο αιώνιο ερώτημα-δίλημμα του τι είναι η ευτυχία, τι είναι ο έρωτας;

Στα παιδικά παραμύθια μας έμαθαν πως περιλαμβάνει πρίγκιπες και πριγκίπισσες, μοχθηρές μάγισσες, θανατηφόρα δηλητήρια, μυθικά πλάσματα και μεγαλοπρεπή κάστρα όπου στο τέλος όλοι ζουν καλά κι εμείς καλύτερα. Έπειτα, όλα αυτά τα παρακολουθήσαμε και στις κινηματογραφικές ταινίες που -με ελάχιστες εξαιρέσεις- προβάλλονταν πρωταγωνιστές με κλασικές ή ουτοπικές ιστορίες με αίσιο ή έστω δραματικό αλλά πάντοτε συγκινητικό τέλος περιβεβλημένες από ένα συναισθηματικά φορτισμένο σενάριο. Πιστέψαμε πως έτσι οφείλει να είναι ο έρωτας οπότε κυνηγήσαμε το πρότυπο της φαντασίας του ιππότη με το άσπρο άλογο. Τα λογοτεχνικά συγγράμματα εν μέρει συνέδραμαν σ’ αυτό με τα διάσπαρτα ρομαντικά στοιχεία και την ερωτική τους τραγικότητα που τόσο γοητεύει με την ανέμελη αλλά σκληρή ορισμένες φορές γραφή τους, τους γεμάτους πάθος διαλόγους με τις εξονυχιστικά γλαφυρές περιγραφές.

Όμως, μεγαλώσαμε με τον καιρό (με μία νοσταλγία για την ευάλωτη παιδική μας ηλικία) και περιδιαβήκαμε στην κοινωνία, παρατηρήσαμε και την ωμή πλευρά του πιο αγνού -μέχρι τότε, για εμάς- συναισθήματος. Το γενικό πρόσταγμα ήταν η δημιουργία οικογένειας που κάποιες φορές ο έρωτάς τους ήταν μία οικονομική συμφωνία, μία ακόμη κοινωνική επιταγή, μία όμορφη κάλυψη κι εμείς, ως άνθρωποι, απογοητευτήκαμε εξαρχής οπότε στην ερώτηση τι είναι έρωτας απαντήσαμε πως ήταν ένα ψέμα.

Αλλά υπήρχε η σωτήρια λέμβος μας, η επιστήμη! Εξηγείται ο έρωτας; αναρωτηθήκαμε και ελπίζαμε πως θα λαμβάναμε θετική απάντηση. Οι χημικοί υποστήριξαν πως παρατηρείται η αύξηση της ντοπαμίνης και της αδρεναλίνης, η ταχυπαλμία στη θέα του αγαπημένου μας, δώδεκα τομείς του εγκεφάλου μας ενεργοποιούνται για να μπορέσουμε να ερωτευθούμε. Οι μαθηματικοί, πιο λιτοί και τυπικοί, είπαν πως ο έρωτας είναι απλός(;) καθώς ένας άνθρωπος ερωτεύεται έναν άλλον, με την προϋπόθεση πως ο Α ποθεί τον Β αλλά κι εάν ισχύει το αντίστροφο, μπορούν να συνάψουν μια κάποιου είδους σχέση. Οι ανθρωπολόγοι τάσσονταν υπέρ της διαιώνισης του είδους μας και την ανάγκη δημιουργίας κοινωνίας ενώ οι κοινωνιολόγοι θεωρούν πως ο άνθρωπος ερωτεύεται εξαιτίας της επίγνωσής του για την ίδια τη ζωή και γνωρίζει πως μόνος του αδυνατεί να επιβιώσει. Οι ψυχολόγοι τον περιέγραψαν ως μία έντονα συναισθηματική κατάσταση ευφορίας, ευτυχίας που που κινείται από το στάδιο της επιθυμίας στο επόμενο της έλξης ώστε να καταλήξει στην προσκόλληση. Στο ερώτημα λοιπόν που θέσαμε καλούμαστε να επιλέξουμε μία απάντηση, αλλά ξεχάσαμε την άποψη της τέχνης.

Οπότε θα μπορούσαμε να πούμε πως πλάσαμε τον έρωτα και μέσα από τα αναρίθμητα ποιήματα για εκείνον, μέσα από τις μελωδικές μουσικές και τα ελπιδοφόρα τραγούδια, τον αναδείξαμε στους πίνακες ζωγραφικής και στις θεατρικές σκηνές αλλά ποτέ δε σκεφτήκαμε πως για να τον σμιλεύσουμε χρειάζεται να είμαστε γλύπτες. Τόσο υλική και τόσο άπιαστη όπως είπε και ο Ρίτσος θα είναι η μορφή του. Τα δάχτυλά μας θα αγγίξουν με βιαιότητα, λεπτότητα, αδιαφορία ή σιγουριά το επιθυμητό υλικό: ξύλο, για τη ζεστασιά και τη φιλικότητά του, μάρμαρο λόγω του ότι είναι απρόσιτο, μεγαλοπρεπές και σταθερό, πέτρα που είναι στιβαρή, παγωμένη και απόλυτη, αέρας, άυλος, ουτοπικός και νεφελώδης (ζει συνέχεια με τον φόβο της φυγής) και θα δημιουργήσουμε ένα σχήμα. Θα είναι άραγε όμορφο; Αναλόγως με τον έρωτα που πιστεύουμε πως αξίζουμε.

Οπότε έχουμε μία απτή μορφή του έρωτά μας, θα έχει ιδιαίτερα χρώματα ή κάποιο χαρακτηριστικό άρωμα, θα έχει πρόσωπο ή όχι, θα είναι επηρεασμένη από τις παραστάσεις του περιβάλλοντός μας ή όχι, θα μας πονάει να την αντικρίζουμε ή θα την αγαπάμε και θα τη σεβόμαστε; Ο βαθμός επιρροής από τους γύρω μας θα καθορίσει κατά πόσο κτητικοί είμαστε με το συναίσθημα αυτό, πόσο δημιουργικοί επιθυμούμε να είμαστε μαζί του καθώς ένας έρωτας όμοιος με κάποιον άλλον καταδικάζει αυτόματα και τους δύο, τους επαναφέρει στο στάδιο της ομοιομορφίας· σε κανέναν έρωτα δεν αρμόζει κάτι τέτοιο!

Ο έρωτας ως πανανθρώπινο δικαίωμα και πολύτιμο αγαθό έχει λάβει όλα τα πολύπλοκα σχήματα και τις ιδιαίτερες μορφές που του αρμόζουν, μεταλλάσσεται, εξελίσσεται και εν τέλει υπάρχει ως οντότητα. Έχει μέσα του μία άβυσσο ψυχής και όλες τις λέξεις του έρωτα (απο)τυπωμένες στις φλέβες του, λειτουργεί άλλοτε με τη λογική και άλλοτε με το συναίσθημα, θα ερωτεύεται ανθρώπους ή και καταστάσεις, θα ονομάζεται έρωτας με όλη του την αίγλη ή θα φορά τον μανδύα του για να καλύψει τις πληγές του.

Όσο σε λατρεύω τόσο διαφθείρεσαι, κάτι ξέραν οι αρχαίοι που λάτρευαν αγάλματα (Χριστιανόπουλος) οπότε έτσι και ο έρωτας, είτε θα χαθεί από την υπερβολική λατρεία μας, είτε εμείς θα τον χάσουμε, αλλά στην πρώτη περίπτωση θα μετουσιωθεί σε αγάπη και στη δεύτερη (και τελευταία) θα εξαϋλωθούμε εμείς οι ίδιοι. Ο κάθε άνθρωπος έχει τα υλικά, τα μέσα, την καρδιά, τους νευρώνες, τα μάτια της ψυχής και τα δάχτυλα-πινέλα να σμιλεύσει τον έρωτα που του αρμόζει, σαν να ακούει πρώτη φορά τη λέξη, λες και δεν έχουν επιδράσει εκατομμύρια παράγοντες στη σκέψη του οφείλει να υπάρξει και ο αξεπέραστος, απόλυτος, εγωιστικά δικός του έρωτας, που όμοιός του θα είναι αδύνατον να βρεθεί.

 

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου