Η σχέση μας με την οικογένειά μας ή τουλάχιστον με τους ανθρώπους που είμαστε θεωρητικά πιο κοντά μέσα σε αυτή, δεν είναι κι απαραίτητο ή δεδομένο πως θα είναι κι αρμονική. Είναι μια από τις περιπτώσεις όπου η αγάπη κι οι δεσμοί αίματος δεν είναι αρκετοί για να δομήσουν μια συνθήκη όπου θα αισθανόμαστε πως ανήκουμε σε ένα σύνολο, σε μια ομάδα όπου μας στηρίζει, μας δέχεται γι’ αυτό που είμαστε και μας αγαπάει με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την αγάπη.

Πολλές φορές όμως δε συμβαίνει αυτό· είναι μια συνειδητοποίηση που μπορεί να την είχαμε από όταν ήμασταν μικροί. Στην εφηβεία να την θεωρήσαμε σαν μια «επανάσταση» ενάντια στους γονείς μας. Έπειτα, μπορεί να καταλάβαμε πως πράγματι, όσον αφορούσε τις σκέψεις και τα αισθήματά μας, ήμασταν τα «μαύρα πρόβατα» της οικογένειάς μας ή άλλες φορές, περάσαμε πολύ καιρό διερωτώμενοι «τι κάνουμε λάθος» κι αυτό μας ταλανίζει για όλη μας τη ζωή.

Συνήθως, εφόσον εμείς είμαστε οι «μικρότεροι» κι οι πιο νέοι που εισαχθήκαμε σε αυτόν τον κύκλο, οι μεγαλύτεροι κι οι πιο έμπειροι σε αυτή τη μορφή συνύπαρξης πρέπει να μας μυήσουν και να μας εισάγουν σε αυτόν τον κόσμο, προσαρμόζοντάς τον και στις δικές μας ανάγκες. Στην αρχή της ζωής μας, ίσως αυτό παραμελείται λίγο γιατί δεν ξέρουμε κι εμείς οι ίδιοι ακριβώς τι επιζητούμε ή ποια είναι τα δικαιώματά μας και ποιες οι υποχρεώσεις μας, οπότε βρισκόμαστε κάπως στο περιθώριο. Εάν αυτή η κατάσταση συνεχίζει και για το υπόλοιπο της εφηβικής και την ενήλικης ζωής μας, θα έχουμε πάντα μια πεποίθηση για τον εαυτό μας πως είμαστε «απατεώνες» μέσα στην οικογένειά μας και πως δεν ανήκουμε αληθινά σε αυτή. Ίσως επειδή μας ζητήσανε πολλά παραπάνω από όσα μπορούσαμε ή θέλαμε, ίσως επειδή δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ στην πραγματικότητα για εμάς ή ακόμα κι επειδή μπορεί να μην είχαν τη δυνατότητα να μας καταλάβουν ποτέ ως προσωπικότητες ή να μην προσπάθησαν αρκετά. Ωστόσο, μπορούμε έτσι απλά να παρατήσουμε την οικογένειά μας;

Για όποιον λόγο κι εάν έχουμε απομακρυνθεί από εκείνη κι αισθανόμαστε πως δε μας προσφέρει τίποτα από όσα θεωρητικά θα ήταν χρήσιμο να μας δίνει η οικογένεια, μπορούμε να κάνουμε μια πρώτη επαφή με τους ανθρώπους που μας δημιουργούν αυτή την αίσθηση ματαίωσης. Θα ήταν ιδανικό κάπως να περιμέναμε να το καταλάβουν από μόνοι τους και να δράσουν αναλόγως αλλά, εάν πράγματι, μετά από τόσο καιρό δεν έχουν καν υποψιαστεί κάτι ή δεν ξέρουν τι να κάνουν, τότε δυστυχώς εμείς πρέπει να αναλάβουμε αυτόν τον ρόλο. Να βρεθούμε κάπου λίγο πιο κοντά τους και να προσπαθήσουμε εμείς να τους προσεγγίσουμε και να τους δείξουμε πως δε νιώθουμε σαν να είμαστε πραγματικά μέλη αυτής της οικογένειας.

Όσο «αναίσθητοι» (χρησιμοποιώντας υπερθετικά ίσως αυτόν τον χαρακτηρισμό) κι εάν είναι κάποιοι, σίγουρα δε θα τους αρέσει να τους λένε πως επί της ουσίας «δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους» και τα συναισθήματά τους εάν είναι ειλικρινή, δεν επικοινωνήθηκαν στην άλλη πλευρά. Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να υπάρχει ελπίδα, όχι τόσο να αλλάξουν ολοκληρωτικά, αλλά να κάνουν προσπάθεια για να βρεθεί μια λύση κάπου στη μέση.

Η αλήθεια είναι πως δεν επιλέγουμε την οικογένειά μας και όσο σκληρό κι εάν ακούγεται για εμάς, αυτό ισχύει και για εκείνους. Όπως υπάρχει η πιθανότητα να μην ταιριάζουμε με εκείνους, το ίδιο μπορεί να ισχύει και γι’ αυτούς. Να περίμεναν κάτι άλλο από εμάς, όπως κι εμείς να είχαμε διαφορετικές προσδοκίες από εκείνους. Το ζήτημα είναι η διαχείριση αυτής της συνειδητοποίησης και η εύρεση του τρόπου να μπορούμε να συνεχίσουμε να έχουμε επαφές -ακόμα κι όχι καθημερινές- με αυτούς τους ανθρώπους χωρίς να αισθανόμαστε πως θα είμαστε πάντα «με το ένα πόδι έξω» σε αυτή τη σχέση. Υπάρχει, ωστόσο, μεγάλη πιθανότητα, εάν η οικογένειά μας δεν μπορέσει να μας αποδεχτεί και να μας σεβαστεί για το ποιοι είμαστε, τόσο ώστε να μας κάνει μέλη της, να χρειαστεί να βγάλουμε και τα δύο πόδια έξω, για να διατηρήσουμε την ψυχική μας υγεία.

Κανείς δεν είπε πως οι καλές κι αγαπημένες σχέσεις στην οικογένεια γίνονται «από το μηδέν» και διατηρούνται επ΄αόριστον χωρίς προσπάθεια απλά και μόνο επειδή έχουμε βαφτίσει αυτές τις σχέσεις ως «οικογενειακές». Όπως όλες, έτσι κι εκείνες χρειάζονται προσπάθεια. Δε σημαίνει πως επειδή μας έτυχε μια χ οικογένεια οφείλουμε να την «κουβαλάμε» μαζί μας για όλη μας τη ζωή- έχουμε το δικαίωμα (κι ίσως μετά από ένα σημείο και την υποχρέωση) να θέσουμε τα δικά μας όρια και να μην υποχρεωνόμαστε κατά κάποιον τρόπο να νιώθουμε παρείσακτοι ανάμεσα σε οικείους μας. Εξάλλου, εάν δε μας ταιριάζει η οικογένεια που μας δόθηκε, μπορούμε να δημιουργήσουμε εμείς τη δική μας, με όποια μορφή και σύσταση θέλουμε κι αυτό είναι αρκετό.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου