Ειπώθηκαν τόσα ψέματα που ντράπηκαν και τα ίδια. Μιας και δεν ντράπηκαν τα στόματα που τα είπαν και θα ειπώνονται πολλά ακόμη πράγματα για τα οποία κανείς δε θα μιλήσει και κανείς δε θα πει πως ήταν λάθος, θα υπάρξουν καταστάσεις που οι πράξεις θα είναι ντροπιαστικές μα κανείς δε θα τις κρίνει γιατί ίσως όλοι (κρυφά) τις επιλέγουν. Ο αναμάρτητος λοιπόν πρώτος τον λίθο βαλέτω και -λόγω της πιθανούς έλλειψης ντροπής- όλοι παίρνουμε τη δική μας πέτρα και την πετάμε με δύναμη στο πρόσωπο εκείνο που (δε θέλουμε να) μας μοιάζει. Να το χαλάσουμε και να το σπάσουμε, κανείς να μην ξέρει πλέον πως θα μπορούσαμε να ήμασταν εμείς. Ο Λουντέμης είχε δίκιο που μας προειδοποιεί πως ο μόνος που θα ντρέπεται θα είναι η ίδια η ντροπή.

Ντρεπόμαστε για πολλά πράγματα σε αυτή τη ζωή· εάν καθίσουμε να συλλογιστούμε και να γράψουμε τα όσα θα μπορούσαν να μας κάνουν να νιώθουμε άσχημα ίσως χρειαζόμασταν άπειρες λευκές σελίδες. Ντρεπόμασταν μικροί για το γυάλινο αντικείμενο που σπάσαμε και μας φώναξαν οι γονείς μας, για την άσκηση που δε λύσαμε σωστά (ή ακόμα χειρότερα δεν κάναμε καθόλου) ή για τη φορά εκείνη που η δασκάλα μάς έβαλε τιμωρία. Ντραπήκαμε έπειτα για το βάρος μας, το πρόσωπό μας, τα ρούχα μας, τα αξεσουάρ που δε φορούσαμε, για τον τρόπο που μιλούσαμε και γελούσαμε. Ντραπήκαμε να πούμε την άποψή μας, να σηκώσουμε το χέρι μας ψηλά και να διαφωνήσουμε, να σταθούμε μπροστά σε έναν καβγά και να τους πούμε να σταματήσουν να μαλώνουν.

Ντραπήκαμε να μη συμμετέχουμε στη φάρσα προς έναν συμμαθητή μας και να μη γίνουμε μέρος μιας ευρύτερης ομάδας. Ντραπήκαμε για τα χρήματα που δεν είχαμε και για τις ανέσεις που δε μας δόθηκαν. Ντραπήκαμε για την οικογένειά μας, το χρώμα του δέρματός μας και την καταγωγή μας. Ντραπήκαμε για τον σεξουαλικό μας προσανατολισμό και για τα «θέλω» μας και τους στόχους μας. Ντραπήκαμε για τη δουλειά των ονείρων μας και για τα ενδιαφέροντά μας. Ντραπήκαμε για τον τρόπο που θέλαμε να ζήσουμε τη ζωή μας και κυρίως ντραπήκαμε για τον εαυτό μας!

Αλλά όλα αυτά με κάποιον τρόπο τα μάθαμε, κανείς δε γεννήθηκε με έμφυτο το αίσθημα της ντροπής αλλά κατασκευάστηκε από την κοινωνία και καλλιεργήθηκε μέσα του. Σύμφωνα με τη θεωρία του χαρακτηρισμού, μια κατάσταση ή μια συμπεριφορά δεν είναι αυτή καθεαυτή παρεκκλίνουσα αλλά η απόδοση της ιδιότητας αυτής εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι την προσλαμβάνουν, την ορίζουν, τη νοηματοδοτούν κι αντιδρούν σε αυτή. Εάν δε μας είχαν μάθει πως το να κλέβεις είναι έγκλημα θα βρισκόμασταν σε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Όπως και με την ντροπή, οι γονείς μας, το περιβάλλον μας, το σχολείο, οι φίλοι μας, τα εξωτερικά γεγονότα με τα σωρηδόν μηνύματά τους, μάς δίδαξαν ορισμένα μαθήματα τα οποία τα ανέτρεπαν σταδιακά στην καθημερινότητα.

Το ψέμα ήταν λάθος και ντροπιαστικό, εκτός κι εάν κανείς δεν το μάθαινε ποτέ. Η προδοσία ήταν κακή, εφόσον τη γνώριζε ο προδομένος. Το έγκλημα δε θα ήταν δικάσιμο εάν κανείς δεν το μαρτυρούσε. Καταλάβαμε πως εάν όλα βρίσκονταν σε μια καλά προστατευμένη γυάλα, μακριά από τα μάτια του κόσμου, τόσο εμείς, όσο και εκείνοι που μας εμφύσησαν αυτές τις ιδέες θα είχαμε ορισμένα προνόμια με το σημαντικότερο: τη διατήρηση της διαφάνειάς μας. Θα διατηρούσαμε όλες τις ιδιότητες που καταφέραμε να επιτύχουμε από την υπερβολική προσκόλληση στο συναίσθημα της ντροπής με αποτέλεσμα, τώρα που αντιληφθήκαμε πως λειτουργεί περισσότερο εκφοβιστικά παρά αποτρεπτικά και συμβουλευτικά, το καταπιέζουμε. Έχουμε αποκτήσει μια προβληματική ανοχή σε κάθε τι «ντροπιαστικό κι αναιδέστατο».

Στην αρχή φοβόμασταν μήπως και δε μας αποδεκτούν, μήπως ο εαυτός μας δεν ήταν αρκετά σωστός για να εισχωρήσει στον κόσμο τους, μα τώρα δεν ανησυχούμε. Έχουμε μια καμουφλαρισμένη ομοιογένεια, μια ομοιότητα σε επίπεδο απόψεων που εμφανώς όλοι μοιραζόμαστε αλλά εσωτερικά έχουμε άλλες πεποιθήσεις και εξωτερικά πράττουμε άλλα πράγματα. Βρισκόμαστε σε τρεις κόσμους που μονάχα εάν έχουμε συγκροτήσει έναν σταθερό και συμπαγή εαυτό, αυτοί συνυπάρχουν και εξαρτώνται μεταξύ τους. Στην αντίθετη περίπτωση, κάποιοι ολοένα και βρίσκονται στην αναμονή, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή όπου θα έχουν τη δυνατότητα να εμφανιστούν.

Ντρεπόμαστε όμως να ντρεπόμαστε, δε θέλουμε να σκέφτονται οι άλλοι πως ξέρουμε πως σφάλουμε και πως διαφωνούμε με αυτή τη σιωπηλή συμφωνία μεταξύ όλων. Τα βλέμματα που λένε πως «εάν μιλήσεις, θα μιλήσω» και τρέμουμε τόσο μήπως μας απομονώσουν οπότε είτε  απομακρυνόμαστε εμείς οι ίδιοι ή μας κατασπαράζουν. Στην κοινωνική ζούγκλα επικρατεί ο φαινομενικά σεβαστικός κι εκείνος με την ιδιότητα του αξιοσέβαστου, δίχως πολλές φορές να ανταποκρίνονται τα χαρακτηριστικά αυτά στην πραγματικότητα.

Όσοι παραδέχονται ότι ντρέπονται για μια κοινωνική κατάσταση ή για μια ατομική πράξη η οποία γνωρίζουν κι αισθάνονται πως είναι λάθος, δείχνονται με το δάχτυλο κάτω από σοκαρισμένες μάσκες προσώπων. Κάποιος που τόλμησε να παραβιάσει τον άγραφο κανόνα της σιωπής- τι φοβερό αλήθεια! Αυτός λοιπόν ο άγνωστος μας δείχνει πως ο άνθρωπος κάνει λάθη και ο άνθρωπος μπορεί να τα διορθώσει εάν τα αντιληφθεί, τα παρατηρήσει και τα παραδεχτεί. Αυτός ο άνθρωπος μας αποδεικνύει πως υπάρχει ακόμα η προσωπική ηθική και πως αυτή καθορίζεται όχι μόνο από τους άλλους αλλά κυρίως από εμάς. Αυτός ο άνθρωπος που δε στρέφει το βλέμμα του μακριά από τα κακώς κείμενα του δρόμου του και μπορεί (μονάχα εάν το θελήσουμε κι εμείς) να μας κάνει να μιλήσουμε. Αυτός ο θαρραλέος άνθρωπος μπορούμε να είμαστε εμείς και δεν υπάρχει τίποτα ντροπιαστικό σε αυτή την απόφαση (παρά μόνο το να μην την πάρουμε).

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου