Πόσα βράδια έχουμε περάσει καθισμένοι στο κρεβάτι μας χωρίς ο άτιμος ο ύπνος να μας έρχεται; Πόσες φορές έχουμε καταλήξει να στριφογυρνάμε και να σκεφτόμαστε «Τι θα γινόταν αν τότε είχαμε μιλήσει;», «Πώς θα ήταν η ζωή μας αν οι καταστάσεις ήταν διαφορετικές;», «Γιατί  να μου συμπεριφερθεί έτσι;». Απάντηση δυστυχώς το ταβάνι και το κρεβάτι δεν έχουν, οπότε τι κάνουμε; Παίρνουμε τηλέφωνο ή στέλνουμε μήνυμα σ’ έναν άνθρωπο που ξέρουμε ότι έχει την απάντηση. Βέβαια υπάρχει και μια ακόμα ερώτηση που πρέπει να απαντηθεί: Μας νοιάζει τόσο πολύ η απάντηση που περιμένουμε από το σύμπαν-κολλητάρι μας ή απλά θέλουμε να μη νιώθουμε μόνοι;

Όπως και να ‘χει, εννοείται ότι δε θέλουμε πια να τα λέμε εμείς και το κρεβάτι μας και να εξαντλούμε το μυαλουδάκι μας, οπότε οδηγούμαστε στο να στείλουμε αυτό το πολυπόθητο μήνυμα στον άνθρωπο που δεν είναι άλλος από το κολλητάρι μας. Είναι εκείνο το φιλαράκι που θα λάβει στη 01:00 τη νύχτα ή στις 02:00 τα ξημερώματα ένα ωραιότατο μήνυμα με περίσσιο νόημα «Κοιμάσαι;» που θα καταλήξει στο «Ψήνεσαι για ένα ποτάκι;» ή «Θες να βγούμε να συζητήσουμε χαλαρά γιατί δεν είμαι καλά;». Και αυτός αντί να το βάλει στη σίγαση, θα σηκώσει το τηλέφωνο και θα μας πει «Έλα από εδώ να κάτσουμε να το συζητήσουμε πίνοντας ένα κρασάκι και πάμε όπου θες». Φυσικά κι εμείς είμαστε ήδη με τα κλειδιά στο χέρι για να πάμε να το βρούμε.

Και πηγαίνοντας στο σπίτι ενός ανθρώπου π’ αγαπάμε, όντας αγουροξυπνημένοι κι οι δύο με τα μαλλιά ανακατωμένα δεν ξέρουμε από πού να το πιάσουμε. Το φιλαράκι όμως έχει ήδη βγάλει  δύο ποτήρια κρασί ή βότκα -ανάλογα με τις προτιμήσεις μας- και ο καναπές είναι έτοιμος να ακούσει για χιλιοστή φορά τις σκέψεις μας. Θα αφήσουμε «ανοιχτά στο τραπέζι» για ακόμα μια φορά τις ανασφάλειές μας και τους φόβους μας χωρίς να μας κατακρίνουν. Το κολλητάρι θα μας ακούει μέχρι να κουραστούμε να μιλάμε και να αναλύουμε τα ανεξήγητα.

Και τότε, θα πάρουμε την απόφαση να βγούμε, καθώς η λύση είναι μία. Να πάμε έξω να δούμε κόσμο, να πιούμε και να περάσουμε καλά, αφού δεν αξίζει να στεναχωριόμαστε για κανέναν που δε μας εκτίμησε. Κι αφού το κολλητάρι δε θα θέλει πλέον να μας βλέπει να είμαστε θλιμμένοι, θα κάνει το κορυφαίο. Μετά από δυο τρεις φορές που θα μας αντικρίσει στα χειρότερα μας, θα αναγκαστεί να μας τα πει έξω από τα δόντια και να μη μας χαϊδέψει τα αυτιά. Θα ακούσουμε φράσεις που ίσως αλλάξουν τον τρόπο σκέψης μας κι οδηγήσουν στο περιβόητο κλικ στον εγκέφαλο.

Αυτόματα, λοιπόν, διαγράφονται όλα από το μυαλό και την ψυχή μας , ώστε να ξεκινήσουμε από το μηδέν. Δεν ξεχνάμε βέβαια το πόσο πληγωθήκαμε αλλά έχουμε επαναπροσδιορίσει τα πράγματα και είμαστε ευγνώμων για τον άνθρωπο που μας βοήθησε να δούμε την κατάσταση μ’ άλλο μάτι.

Ας είμαστε ευγνώμονες που λύσαμε το μεγάλο ερώτημά μας. Ποιο είναι αυτό αναρωτιέστε; Το ποιος φταίει φυσικά. Γιατί εμείς φταίμε που δώσαμε περισσότερη αξία απ’ όση έπρεπε σε ανθρώπους που δεν εκτίμησαν τον χαρακτήρα μας και ό,τι τους δώσαμε. Εννοείται επίσης πως αποκομίσαμε και κάτι καλό απ’ αυτήν τη βραδιά! Άλλη μία νύχτα με τους κολλητούς μας, μια νύχτα που ξεχαστήκαμε και περάσαμε ωραία. Τι κι αν περιείχε η βραδιά κλάματα, μιζέρια, νεύρα και μετά ξεσάλωμα ως το πρωί; Το αποτέλεσμα είναι ένα, αφήσαμε στην άκρη για ένα δευτερόλεπτο ό,τι μας απασχολούσε και απολαύσαμε τη ζωή μας. Μπορεί να γίναμε αλκοολικοί, να αποκτήσαμε κάποιες βλαβερές συνήθειες για την υγεία μας, αλλά βγήκαμε πιο δυνατοί στο τέλος και πιο όμορφοι.

ΥΓ.: Αφιερωμένο σ’ όλους εκείνους που ξύπνησαν μέσα στα άγρια χαράματα από τους φίλους τους κι αντί να τους βρίσουν ή να κλείσουν το τηλέφωνο, τους απήντησαν κι είπαν «Ντύσου κι έλα!». Σας αγαπάμε λίγο περισσότερο εσάς, να ξέρετε!

Συντάκτης: Γεωργία Καλδή
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου