Κάποτε ένας προπονητής μπάσκετ είχε πει «Τίποτα δεν πρόκειται να δουλέψει, αν δε δουλέψεις εσύ». Αυτό ισχύει για όλους τους τομείς της ζωής μας, για τα προσωπικά, τα επαγγελματικά μας και τις κοινωνικές σχέσεις. Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε όμως, είναι ότι η εκμετάλλευση που βιώνουμε σ’ ορισμένους τομείς δεν είναι στο συμβόλαιο που έχουμε υπογράψει. Εμείς οι ίδιοι την αφήνουμε να περνάει, λόγω πεποίθησης κι ιδιοσυγκρασίας.

Η καθημερινότητα και οι ανάγκες δυστυχώς δε μας επιτρέπουν να είμαστε απελευθερωμένοι και ήρεμοι. Πόσο μάλλον όταν και η εργασία μας απαιτεί πολύ χρόνο και θυσίες. Στην αρχή ίσως να μην το καταλαβαίνουμε και να «ανεχόμαστε» συμπεριφορές κι υπερβολές στον χώρο εργασίας, όμως δεν μπορεί να συμβαίνει για πάντα αυτό. Όλοι έχουμε βρεθεί σε καταστάσεις, όπου μας έδωσαν μια παραπάνω αρμοδιότητα -και δεν αρνηθήκαμε-, παρ’ όλο που είχαμε ήδη περισσότερα από όσα έπρεπε. Γιατί λοιπόν δεχόμαστε περισσότερη δουλειά απ’ όση έχουμε ήδη; Κι όταν παίρνουμε αυτήν την απόφαση, συνειδητοποιούμε ότι βάζουμε αυτόματα την προσωπική μας ζωή σε δεύτερη μοίρα; Και εν τέλει, μπορεί αυτό ν’ αλλάξει;

Αρχικά, θα πρέπει να κατανοήσουμε για ποιον λόγο μας είναι δύσκολο να πούμε «όχι». Ένα κύριος λόγος είναι ότι μεγαλώνοντας μάθαμε να υπακούμε στους γονείς μας και στη συνέχεια σ’ όλους όσους είχαν κάποια εξουσία, με αποτέλεσμα σήμερα να φοβόμαστε να πούμε ακόμα κι ένα δίκαιο «όχι», σε οποιονδήποτε -ειδικά αν είναι «ανώτερός» μας. Θέλουμε να είμαστε αποδεκτοί από τους υπόλοιπους, οπότε τρέμουμε πως αν πούμε αυτό το πολυπόθητο όχι θα μας θεωρήσουν τεμπέληδες ή κι ανεύθυνους. Τίποτα απ’ αυτά δεν ισχύει όμως, εμείς απλά θέλουμε να κάνουμε τη δουλειά μας και να γίνει σωστά. Αν αναλάβουμε περισσότερα από τις δυνατότητές μας, τότε θα γίνονται λάθη και δε θα είμαστε εποικοδομητικοί, θα κουραζόμαστε συνεχώς και δε θα εξελισσόμαστε. Θα αρχίσουμε να μην ενδιαφερόμαστε και να μη μας αρέσει αυτό που κάνουμε. Και χαμένοι είμαστε πρώτα εμείς και μετά κι η δουλειά μας.

Νιώθουμε ότι χρωστάμε στον εργοδότη ή διευθυντή μας, επειδή μας προσέλαβαν, οπότε αυτό το αίσθημα υποχρέωσης μάς οδηγεί στο να δεχόμαστε ό,τι μας πουν. Πιστεύουμε ότι θα μας απολύσουν ή ότι θα πουν πως δεν τους σεβόμαστε. Αλήθεια όμως, πόσο ανάγκη παίζει να έχουμε αυτήν την εργασία ώστε να έχουμε πείσει τον εαυτό μας ότι συμβαίνει αυτό και πρέπει να το δεχόμαστε; Γιατί δείχνει πολλά για μας, το να πιστεύουμε πως αξίζουμε για εργοδότη κάποιον που εξαντλεί, φοβίζει ή δε σέβεται τους υπαλλήλους του.

Πρέπει να βάζουμε προτεραιότητες στη ζωή μας, η εργασία δεν είναι το παν. Ναι, είναι σημαντική, αφού αν δεν έχουμε χρήματα, δεν μπορούμε να επιβιώσουμε, αλλά δεν είναι τόσο σημαντική ώστε να μπει σε δεύτερη μοίρα η προσωπική μας ζωή. Ο ελεύθερος χρόνος μας είναι απαραίτητος για την ψυχολογία μας, την πνευματική και σωματική ξεκούραση. Θα πρέπει να απαιτήσουμε από τον εαυτό μας να τον αναζητά.

Αυτά τα ναι που λέγονται είναι για να φτιάξουμε την καριέρα μας, τ’ όνομά μας και να ανέβουμε τα «σκαλοπάτια» στην ιεραρχία της εταιρείας. Αναρωτηθήκαμε ποτέ όμως, μέχρι πότε θα πρέπει να είμαστε αυτοί οι τύποι που αργά ή γρήγορα εκμεταλλεύονται την καλοσύνη και την προθυμία τους;

Aς αλλάξουμε. Ας γίνουμε αυτοί που έχουν όρια και συνεχίζουν να εργάζονται σκληρά χωρίς να «ρίχνουν» τον εαυτό τους και τα standards τους. Για να γίνει όμως πραγματικότητα αυτό, θα πρέπει να μη νιώθουμε άβολα να πούμε «όχι». Θα πρέπει να είμαστε σίγουροι για τον λόγο που δε δεχόμαστε, να ξέρουμε ποιες είναι οι προτεραιότητές μας, να αιτιολογούμε τον λόγο που δεν μπορούμε να φέρουμε εις πέρας ένα task και να είμαστε έτοιμοι να δώσουμε μια εναλλακτική λύση. Αν έχουμε επιχειρήματα, τότε δε θα έρθει κανείς σε δύσκολη θέση κι εμείς θα έχουμε κερδίσει τον σεβασμό από τους υπόλοιπους κι από τα ίδια μας τα αφεντικά. Ο σεβασμός κερδίζεται από τον τρόπο που δουλεύουμε, το πόσο οργανωτικοί είμαστε, αν δουλεύουμε σωστά. Άλλωστε πολλά από τα αιτήματα των εργοδοτών δεν είναι εφικτά και ρεαλιστικά ως προς τον χρόνο υλοποίησής τους. Θα πρέπει να τα μελετήσουμε, να τα αναλύσουμε και να δούμε αν όντως προλαβαίνουν να γίνουν. Η ποιότητα της δουλειάς μας θα κριθεί στην τελική, κι αν θεωρούμε ότι δεν μπορούμε να το καταφέρουμε, καλύτερα θα είναι να το δηλώσουμε εξαρχής.

Ας μη φοβηθούμε λοιπόν, να πούμε το «όχι» στην εργασία μας αλλά και στη ζωή μας, όταν κάτι δε μας αρέσει. Θα μας σεβαστούν περισσότερο όταν δείχνουμε τον έντιμο εαυτό μας κι όχι αυτόν που χειραγωγούν εύκολα οι άλλοι, υποβιβάζοντας την ποιότητα της ζωής και της δουλειάς μας.

Συντάκτης: Γεωργία Καλδή
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου