Θα τους δεις να περιπλανιούνται στους δρόμους ψάχνοντας το κάτι διαφορετικό, θα τους πετύχεις να παρατηρούν επίμονα κάτι που εσύ θεωρείς ασήμαντο, συχνά θα είναι αφηρημένοι ή σκεπτικοί, χαμογελαστοί ή λυπημένοι, κλεισμένοι συχνά στη μαγεία των σκέψεών τους και της φαντασίας τους.

Τους συναντάς συχνά, σχεδόν καθημερινά, είναι γύρω σου, είναι γνωστοί σου, άγνωστοι, συγγενείς η φίλοι σου. Μπορεί να μην καταλάβεις τη διαφορά τους απ’ τους υπόλοιπους ανθρώπους με την πρώτη ματιά, όμως σίγουρα διαθέτουν κάτι εντελώς ξεχωριστό.

Μην αναρωτιέσαι ποιοι είναι και πού θα τους βρεις. Δεν έχουν όνομα, δεν έχουν στέκι. Τα βράδια δε θα τους βρεις σε κάποιο μπαρ να τα πίνουν, ούτε σε κάποιο ακριβό εστιατόριο.  Η νύχτα είναι πηγή έμπνευσης γι’ αυτούς και το φεγγάρι καταφύγιό τους. Τότε θα τους δεις να δημιουργούν και να ξεδιπλώνουν τον πραγματικό τους εαυτό.

Τη νύχτα όλα είναι πιο απλά. Είναι η ώρα που κι αυτοί με όλους τους άλλους ανθρώπους του κόσμου θα ηρεμήσουν απ’ τα άγχη της καθημερινότητας, θα κουρνιάσουν στις σκέψεις τους, θα αναλύσουν όσα πέρασαν μέσα στη μέρα και θα κρατήσουν μόνο όσα αξίζουν. Στη συνέχεια όμως αυτοί δε θα πάρουν αγκαλιά το μαξιλάρι τους για να κοιμηθούν, όπως κάνεις εσύ κάθε βράδυ.

Μια κόλλα χαρτί κι ένα στιλό είναι η συντροφιά τους, μ’ αυτό τον τρόπο διαλέγουν αυτοί να εκτονώνονται, να παραπονιούνται, να νευριάζουν, να στενοχωριούνται, ν’ αναλύουν ό,τι τους έχει συμβεί, αλλά κυρίως διαλέγουν να ερωτεύονται μέσα απ’ αυτό.

Ένα χάδι, ένα φιλί, ένας τσακωμός, μια γνωριμία, ένα καινούργιο σκίρτημα είναι αρκετά, αν όχι όλα μαζί αλλά έστω ένα απ’ αυτά, για να πυροδοτήσει τη δημιουργικότητά τους, κάνοντάς τους να περνάνε ώρες ατέλειωτες γράφοντας ακατάπαυστα, προσπαθώντας να εξηγήσουν, να διηγηθούν ή ακόμη και να απολογηθούν για όλα αυτά που τους συμβαίνουν.

Σε ποιον τα γράφουν, πού θα καταλήξουν,  ποιος θα τα διαβάσει συνήθως έχει μικρή σημασία γι’ αυτούς, αφού αυτοί θα έχουν ήδη γεμίσει την ψυχή τους γράφοντας όλα όσα ήθελαν. Τις περισσότερες φορές νιώθουν πλήρεις μ’ αυτήν τους την πράξη και δεν αποζητούν κοινό. Ό,τι κάνουν το κάνουν για τον εαυτό τους. Δημιουργούν με λόγια βγαλμένα από την ψυχή τους χωρίς να λογαριάζουν το μετέπειτα.

Είναι κι άλλοι πάλι που προτιμούν αντί να γεμίζουν ατέλειωτες κάρτες μνήμης με φωτογραφίες και στιγμές απ’ τη ζωή τους, να τις κρατάνε αναλλοίωτες στην ψυχή τους και πάλι κι όταν πέσει η νύχτα, αυτή τη φορά σ’ έναν καμβά και μ’ ένα πινέλο συντροφιά τους, θ’ αποτυπώσουν με τα μάτια της ψυχής τους ό,τι εκείνους τους συγκίνησε.

Μια άψυχη φωτογραφία γι’ αυτούς δε σημαίνει τίποτα μπροστά στο δέος που τους βγάζει ένας πίνακας, κι αυτό γιατί αυτοί μπορούν να κατανοήσουν πόσα συναισθήματα κρύβουν μέχρι και τα χρώματα που χρησιμοποίησαν σε κάθε έργο.

Είναι κι εκείνοι που η νύχτα τους χάρισε την έμπνευση για στίχους και για μελωδίες κι όλα αυτά μαζί έγιναν εύκολα τραγούδι. Παρέα με μια κιθάρα δίπλα στο κύμα ή στο μπαλκόνι τους αργά τη νύχτα, μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι θα τους δεις, να μουρμουρίζουν προσπαθώντας να βρουν κι εκείνοι με τη σειρά τους μέσα απ’ το τραγούδι, αυτό που τους γεμίζει. Γιατί ένιωσαν ότι ολοκληρώθηκαν μέσα απ’ τη μουσική κι ας μην ακούσει κανείς ποτέ τη μελωδία τους, κι ας μην τραγουδήσει κανείς ποτέ τους στίχους τους.

Είναι πολλοί τελικά αυτοί οι καλλιτέχνες που δημιουργούν τη νύχτα. Κι όμως πώς γίνεται να σπανίζουν στις μέρες μας, δε θα καταλάβει κανείς. Ψυχές ανήσυχες, ερωτευμένες, ευαίσθητες κι ονειροπόλες, που εύκολα χάνονται στο πλήθος, αφού προτίμησαν να ζήσουν στη δική τους αφάνεια απ’ το ν’ αναλώσουν δημόσια ό,τι δημιουργικό έχουν μέσα τους. Τα βράδια τ’ αξημέρωτα τους ανήκουν και δε θ’ αφήσουν κανένα να τους το χαλάσει.

Τι λες; Μοιάζεις μ’ αυτούς ή θα πάρεις κι εσύ το μαξιλάρι σου αγκαλιά και θα κοιμηθείς;

Συντάκτης: Ειρήνη Καμπανού
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου