Πόσες φορές δεν υποσχεθήκαμε να γυρίσουμε νωρίς στο σπίτι από τη δουλειά για να αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο στο ταίρι μας; Να κάτσουμε αγκαλιά στον καναπέ βλέποντας αγαπημένο έργο ή συζητώντας τα της ημέρας μας; Πόσες φορές όμως δεν το αθετήσαμε για ένα ποτάκι μετά τη δουλειά; Ή και δύο, αν όχι τρία και πάει λέγοντας; Και τελικά τι σημαίνουν αυτά τα ξαφνικά αλλά τόσο λυτρωτικά ποτάκια μετά τη δουλειά;

Είναι ενέσεις τόνωσης μεταξύ του εργένικου και σχεσιακού κόσμου μας; Είναι ένας τρόπος να ισορροπήσουμε τη σχέση μας με το ταίρι μας αλλά και με τον εαυτό μας; Μια διέξοδος πολύ βολική και εύκολη από το ρουτινιάρικο σχήμα «δουλειά-σπίτι-σπίτι-δουλειά»; Κι αν αυτό το ποτάκι τελικά αποκτάει όλο και μεγαλύτερη συχνότητα μήπως πρέπει να αναρωτηθούμε τι φταίει τελικά; Είναι όντως τόσο καλό, ή μήπως είναι τόσο αδιάφορη η επιστροφή στη βάση μας ώστε να την αναβάλουμε συνεχώς; Σαφώς και είναι μια κοινωνική συναναστροφή που βοηθάει στο να χαλαρώνουν οι επαγγελματικοί ρυθμοί και να βλέπεις τους συναδέλφους σου με άλλη οπτική, έξω από το πλαίσιο του εργασιακού χώρου. Οι φιλίες εξάλλου στο χώρο της εργασίας βοηθούν την ψυχολογία και τη δημιουργικότητα. Το προνόμιο να μπορεί κανείς να συνεργάζεται με ανθρώπους που του ταιριάζουν και εκτός εργασιακού στίβου είναι πολύτιμο και αρκετά δύσκολο να διατηρηθεί, όπως και οι υγιείς ανταγωνιστικές σχέσεις  μέσα στη δουλειά.  Μέχρι εδώ καλά, αλλά, αν αυτό το ποτάκι επαναλαμβάνεται πολύ συχνά, μήπως πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί αποφεύγουμε, είτε να προσκαλέσουμε και το ταίρι μας να συμμετάσχει κάποια στιγμή, είτε να επιστρέψουμε στο σπίτι μαζί του;

Δεδομένου ότι η ζωή είναι πολλές μικρές καθημερινές στιγμές, πράξεις και καταστάσεις, αν αποκλείουμε όλα και συχνότερα το «έτερον ήμισυ» από αυτές τις μικρές ανάσες της καθημερινότητας, όπως είναι μια κοινωνική έξοδος, ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε για τα αισθήματά μας και να κάνουμε μια ειλικρινή συζήτηση πρωτίστως με τον εαυτό μας. Κάποια άτομα βέβαια θα ισχυριστούν -και σωστά ενδεχομένως- ότι η διέξοδος αυτή είναι προς όφελος της σχέσης, ώστε να μην πνιγόμαστε και ρουτινιάζουμε κάνοντας τα πάντα μαζί. Είναι μια ευκαιρία να εκμεταλλευτεί και ο άλλος τη βραδιά αυτή κάνοντας κάτι προσωπικό, κάτι που ενδεχομένως δε θα κάνει μαζί με το ταίρι του για λόγους ασυμφωνίας ή γούστου. Πόσες όμως ώρες μας μένουν για να ζήσουμε με το ταίρι μας όταν γυρίζουμε σχεδόν νύχτα από τη δουλειά; Πόσος ποιοτικός χρόνος μας απομένει για να πιούμε τα δικά μας προσωπικά ποτάκια και να ξεκλειδώσουμε τις σκέψεις μας στον σύντροφό μας;

Σαφώς και ο καθένας μας όντας σε μια σχέση χρειάζεται αυτονομία και ανεξαρτησία και έτσι θα πρέπει να πορευόμαστε αν έχουμε αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στο πρόσωπο απέναντί μας, αλλά τα όρια είναι ασαφή και δεν είναι πάντα εύκολο να προσδιοριστούν. Έχουν να κάνουν με τη νοοτροπία και με το μοτίβο που έχουν αποφασίσει να ακολουθήσουν δύο άνθρωποι στην κοινή τους πορεία. Φτάνει να βρίσκουν τον κοινό παρονομαστή, ώστε ούτε ο ένας να καταπιέζεται, ούτε ο άλλος να είναι «σε αναμμένα κάρβουνα». Γιατί αν αυτά τα όρια διαφέρουν ανάμεσα στα άτομα της ίδιας σχέσης ο χειρισμός δεν είναι ούτε εύκολος, ούτε ξεκάθαρος.  Αν ο ένας είναι -για παράδειγμα- σπιτόγατος και προτιμάει να γυρίζει στο σπίτι του για χουζούρεμα και τηλεόραση ενώ ο άλλος είναι κοινωνικός και του αρέσει η νύχτα, η κουβέντα, το ποτό και οι συναναστροφές; Ίσως λοιπόν πριν μπούμε στη διαδικασία να βαφτίσουμε συμπεριφορές, να πρέπει να βάλουμε τον εαυτό μας κάτω για ένα ποτάκι solo στο οποίο θα εξετάσουμε ειλικρινά τα κίνητρά μας αλλά και τα όρια που έχουμε θέσει. Αυτά είναι που θα μας δώσουν τις τελικές απαντήσεις.

Συντάκτης: Άννα Δρεπανοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη