Τι είναι αυτό που παθαίνουμε όταν φτάσει το απόγευμα της Κυριακής, δε λέγεται. Ενώ μέχρι εκείνη την ώρα μπορεί να είμαστε μες στην καλή χαρά, ξαφνικά η διάθεσή μας αποκτά μια σκούρα απόχρωση, από γκρί ποντικί έως μαύρο κι άραχνο. Μια μελαγχολία αρχίζει κι αχνοφαίνεται, λίγα νεύρα κάνουν την εμφάνισή τους, μια στενοχώρια κάνει είσοδο, η πιθανότητα για τσακωμό με το σύντροφο αιωρείται, το κέφι πάει περίπατο.

Τι blue Mondays και «μου τη δίνουν οι Δευτέρες» status, σαν την Κυριακή το απόγευμα δεν έχει. Ειδικά αν έχουμε  ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ κι αργήσουμε να ξυπνήσουμε και χάσουμε το πρωί. Κάτι που μας φέρνει τη Δευτέρα σε απόσταση αναπνοής.

Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν η αίσθηση αυτή -η δυσάρεστη να την πω- είναι γνωστή απ’ την παιδική μας ηλικία. Τότε που έφτανε Κυριακή βράδυ και μας έτρωγε το άγχος  για τα μαθήματα που δεν είχαμε διαβάσει και τις εργασίες που δεν είχαμε κάνει, τα οποία είχαμε αφήσει για τελευταία στιγμή μια και το Σάββατο παίζαμε, πηγαίναμε βόλτες και γυρίζαμε σε πάρτι.

Το ίδιο μας συμβαίνει κι ως ενήλικες. Μας τη σπάει η Κυριακή, απ’ το  απόγευμα και μετά, γιατί σκεφτόμαστε ότι καλά αράξαμε, όσο αράξαμε, αλλά όλες οι υποχρεώσεις και τα τρεχάματα που αφήσαμε για λίγο στην μπάντα, ξεκινούν σε λίγες ώρες.

Ίσως αν εκμεταλλευόμασταν λίγο απ’ το χρόνο της Κυριακής για να οργανώσουμε κάπως τα τρεχάματα της βδομάδας που έρχεται και δεν τα αφήναμε για τελευταία στιγμή, όπως τα μαθήματα του σχολείου όταν ήμασταν μικροί, να ελέγχαμε κάπως το άγχος της Δευτέρας που πλήττει και το Κυριακάτικο απογευματόβραδο.

Ή αν βάζαμε στο πρόγραμμα κάτι ευχάριστο σαν Κυριακάτικη ρουτίνα, για παράδειγμα επιτραπέζια με φίλους  να κρατούσαμε απασχολημένη τη σκέψη μας με κάτι ευχάριστο αντί να τη μονοπωλεί το «πάει, πάλι πέρασε αέρας το Σαββατοκύριακο μου».

Άσε που με το να σκεφτόμαστε έτσι, χάνουμε την ευκαιρία να χαλαρώσουμε λίγο ακόμη, να διασκεδάσουμε ακόμη περισσότερο, να ξεκουράσουμε μυαλό και σώμα. Και το έχουμε τόσο ανάγκη για να τα βγάλουμε πέρα με το στρες και το τρέξιμο που θα ακολουθήσουν για να προλάβουμε τα πάντα απ’ την καινούρια εργασιακή εβδομάδα.

Βασικά σπαταλάμε πολύτιμο χρόνο κι ο χρόνος πίσω δε γυρίζει ο άτιμος. Σίγουρα θα μπορούσαμε να τον επενδύσουμε καλύτερα απ’ το να είμαστε με τα μούτρα, εσωτερικά κι εξωτερικά, ως το πάτωμα. Αφού ο βασικός λόγος που εκνευριζόμαστε είναι ότι «τόσο λίγος ελεύθερος χρόνος,  τόσα πολλά πράγματα που θέλουμε να κάνουμε», γιατί να μην αδράξουμε κάθε λεπτό,  ώστε να κάνουμε κάποια από αυτά που επιθυμούμε και δεν προλαβαίνουμε; Ας είναι ένα θέατρο, μια δραστηριότητα που μας ευχαριστεί ή ας είναι ότι απλά αράζουμε στον καναπέ και κοιτάμε το ταβάνι, αν αυτό που έχουμε ανάγκη είναι να μην κάνουμε το απολύτως τίποτα.

Αφού υπάρχει η Δευτέρα, που έχει επωμιστεί τον άχαρο ρόλο της έναρξης της εργασιακής εβδομάδας και των δεκάδων υποχρεώσεων παντός είδους, καθώς και του στρες που συνοδεύει αυτά, δε χρειάζεται να δίνουμε αυτό το ρόλο στη γλυκούλα την Κυριακή. «Κυριακή, γιορτή και σχόλη, να ‘ταν η βδομάδα όλη» τραγουδούσε η Βουγιουκλάκη, και μεις αντ’ αυτού μιζεριάζουμε και στενοχωριόμαστε που τελειώνει, πριν τελειώσει.

Δίνει πάντως καλό lead in στη Δευτέρα,  η οποία πλάκα-πλάκα με τις δουλειές και τις υποχρεώσεις δεν επιτρέπει την πολυτέλεια, ούτε το περιθώριο για μελαγχολίες, σε αντίθεση με την Κυριακή.

Έχει πάντως παρατηρηθεί, ότι αν κάνουμε κάτι την Παρασκευή μετά τη δουλειά, το Σαββατοκύριακο μοιάζει μεγαλύτερο κι η Κυριακή είναι λιγότερο ενοχλητική, με την έννοια ότι δε βιάστηκε να έρθει πριν ξεκουραστούμε. Έχουμε την ψευδαίσθηση ότι το διάλειμμα απ’ την εργάσιμη εβδομάδα διήρκησε περισσότερο.

Και μια και ζούμε για το Σαββατοκύριακο, που λέει ο λόγος, αντί να είμαστε μουντρούχοι, καλύτερα να το δούμε όπως τα στρουμφάκια που ζούσανε χαρούμενα και τραγουδούσανε «απ’ όλες τις ημέρες, η Κυριακή μ’ αρέσει»!

Συντάκτης: Έφη Φωτεινού
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη